Perfidia – Ο κύκλος της προδοσίας (Perfidia) του James Ellroy (μτφ. Α. Αποστολίδης),
Κλειδάριθμος 2016
Μετά την «Πρώτη Τετραλογία του Λος Άντζελες» και την «Τριλογία του αμερικανικού υποκόσμου», το 2014 εκδίδεται το Perfidia*, πρώτο βιβλίο της «Δεύτερης Τετραλογίας του Λος Άντζελες», με την οποία ο Ελρόι έχει σκοπό να ολοκληρώσει τη «μυθιστορηματική ιστορία» του που αποτελείται από τα 11 βιβλία. Το 2019 κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημα της «Δεύτερης Τετραλογίας», το «Θύελλα».
Το Perfidia τοποθετείται στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και όλη η δεύτερη τετραλογία. Η ιστορία εξελίσσεται σε 23 ημέρες του Δεκεμβρίου 1941. Την πρώτη ημέρα, Σάββατο 6 του μήνα, μια οικογένεια ιαπωνικής καταγωγής, πατέρας, μητέρα, κόρη και γιος, βρίσκονται άγρια δολοφονημένοι στο σπίτι τους, με τρόπο που φαίνεται σαν τελετουργική αυτοκτονία, ενώ σε έναν τοίχο έχει γραφεί ένα διφορούμενο μήνυμα. Την επόμενη ημέρα, η ιαπωνική αεροπορία βομβαρδίζει τη ναυτική βάση του Περλ Χάρμπορ στη Χαβάη. Η χώρα, και ιδιαίτερα η Δυτική Ακτή, τίθεται σε επιφυλακή, ενώ λίγες μέρες αργότερα, στις 11 Δεκεμβρίου, οι ΗΠΑ κηρύσσουν πόλεμο ενάντια στην Ιαπωνία.
Η κύρια πλοκή του μυθιστορήματος επικεντρώνεται στους φόνους της οικογένειας Ουατανάμπε και μέσα από την αστυνομική έρευνα αποκαλύπτεται σταδιακά μία μεγάλων διαστάσεων συνωμοσία για αρπαγή γης και απόκτηση χρήματος και εξουσίας με πρόσχημα τον «υπέρ πατρίδος» αγώνα ενάντια στους Ιάπωνες αλλά και τον κομμουνισμό.
Στον κόσμο του «Perfidia» ουσιαστικά δεν υπάρχουν «καλοί» χαρακτήρες. Όλοι τους, ακόμη και οι πιο «συμπαθείς», έχουν αδυναμίες και πάθη, και είναι δύσκολο για τον αναγνώστη να ταυτιστεί με κάποιους από αυτούς. Συχνά η μόνη διαφορά ανάμεσα στους ρατσιστές, μισογύνηδες, βίαιους αστυνομικούς και στους «κακούς» είναι ότι οι πρώτοι καλύπτονται για ό,τι κάνουν πίσω από την ιδιότητα του εκπροσώπου του νόμου.
Οι βασικοί πρωταγωνιστές που θα προσπαθήσουν να εξιχνιάσουν την υπόθεση είναι τέσσερις άνθρωποι με σκοτεινές πλευρές που εμπλέκονται σε ένα δίκτυο προδοσίας και διαφθοράς αποζητώντας εξουσία, χρήμα και σεξ. Ο Χιντέο Ασίντα, ο μοναδικός Αμερικανοϊάπωνας στην αστυνομία του Λος Άντζελες, είναι ένας πανέξυπνος, επίμονος εγκληματολόγος, που προσπαθεί να κρύψει την ομοφυλοφιλία του, και χρησιμοποιεί την ιδιότητά του και τις ικανότητές του για να γλυτώσει αυτός και η οικογένειά του από τον καταναγκαστικό εγκλεισμό. Ο αρχιφύλακας Ντάντλεϊ Σμιθ, πρώην δολοφόνος του ΙΡΑ, είναι ένας σκληροτράχηλος, δαιμόνιος, καιροσκόπος, διεφθαρμένος αστυνομικός που συμπεριφέρεται σαν γκάνγκστερ. Ο αστυνόμος Γουίλιαμ Πάρκερ, μία μυθιστορηματική εκδοχή του William Henry Parker που διετέλεσε αρχηγός της αστυνομίας της πόλης από το 1950 έως το 1966, μόνιμα παραπαίει ανάμεσα στη θρησκοληψία του, το πάθος για το ποτό και τις φιλοδοξίες του. Η ονειροπόλα νεαρή Κέι Λέικ που της αρέσουν οι τέχνες και αναζητεί την περιπέτεια, πιέζεται να διεισδύει σε κομμουνιστικούς κύκλους της πόλης ως πληροφοριοδότης της αστυνομίας.
Εκτός από τους πρωταγωνιστές, τρεις από τους οποίους είναι «γνωστοί» από προηγούμενα μυθιστορήματα του Ελρόι, στο βιβλίο υπάρχουν ακόμη δεκάδες φανταστικοί, αλλά και πραγματικοί χαρακτήρες. Από τους τελευταίους, γνωστά ονόματα της καλλιτεχνικής και της πολιτικής ζωής της εποχής, σημειώνουμε (εκτός από τον Πάρκερ) τον Τζέιμς Ντέιβις (James Edgar Davis), αρχηγό της αστυνομίας τoυ Λος Άντζελες (τις περιόδους 1926-1929 και 1933-1939) του οποίου το όνομα συνδέθηκε με τη διαφθορά και την άσκηση υπερβολικής αστυνομικής βίας, τον Φλέτσερ Μπάουρον (Fletcher Bowron), δεύτερο μακροβιότερο (από το 1938 έως το 1953) δήμαρχο στην ιστορία της πόλης, τη Μπέτι Ντέιβις (Bette Davis), «ιερό τέρας» του Χόλυγουντ με σχεδόν 50χρονη καριέρα στον κινηματογράφο, τον τηλεοπτικό αστέρα και παραγωγό Τζακ Γουέμπ (John Randolph Webb), διάσημο στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 από τη ραδιοφωνική και τηλεοπτική αστυνομική σειρά «Dragnet», την Έλινορ Ρούσβελτ (Eleanor Roosevelt), πρώτη κυρία των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των θητειών του συζύγου της Φράνκλιν Ρούζβελτ από το 1933 έως το 1945, τις σταρ του Χόλυγουντ Τζόαν Κρώφορντ (Joan Crawford) και Γκλόρια Σουένσον (Gloria Swanson) κ.ά.
Σκηνικό του «Perfidia» είναι το Λος Άντζελες, όπου μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ κυριαρχεί η δίψα για εκδίκηση απέναντι στους ιαπωνικής καταγωγής κατοίκους (που θα καταλήξει σε πογκρόμ εναντίον τους και τελικά στον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης), ενώ, παράλληλα, υπάρχει ο έντονος φόβος για μια επικείμενη εισβολή του εχθρού. Όμως η ένταση στις σχέσεις μεταξύ των εθνοτικών ομάδων στην περιοχή έχει μία μακρά ιστορία. Η μεγάλη οικονομική ύφεση στην αυτοκρατορική Ιαπωνία κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1860 είχε ως αποτέλεσμα τη μετανάστευση πολλών κατοίκων της στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ. Οι ευρωπαϊκής καταγωγής Αμερικανοί που ζούσαν στην περιοχή αντέδρασαν στην παρουσία των Ασιατών, φοβούμενοι τον οικονομικό ανταγωνισμό. Επικαλούμενοι τον «κίτρινο κίνδυνο» που απειλούσε τα οικονομικά τους συμφέροντα δημιούργησαν διάφορες οργανώσεις κυρίως από τις αρχές του 20ού αιώνα (Asiatic Exclusion League, που αργότερα μετονομάστηκε σε Japanese Exclusion League και τελικά σε California Joint Immigration Committee, The California State Grange κλπ.) και πέτυχαν με την άσκηση πίεσης τον περιορισμό όχι μόνο της μετανάστευσης, αλλά και των δικαιωμάτων των μεταναστών τόσο στην απόκτηση ιθαγένειας όσο και στην ιδιοκτησία.
Λίγα χρόνια πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με εντολή του Προέδρου Ρούσβελτ, η Υπηρεσία Πληροφοριών του Στρατού και το FBI άρχισαν να συντάσσουν καταλόγους των Αμερικανοϊαπώνων που θα κλείνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης σε περίπτωση που προέκυπταν «προβλήματα» μεταξύ ΗΠΑ και Ιαπωνίας. Στις αρχές του 1941 συστάθηκε σχετική επιτροπή έρευνας ειδικότερα για τους κατοίκους της Δυτικής Ακτής, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας για πιθανή κατασκοπευτική δράση τους. Όμως, η ταχεία προέλαση των ιαπωνικών δυνάμεων σε μεγάλο μέρος της Ασίας και στον Ειρηνικό και η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ αναζωπύρωσαν τις ανησυχίες για εισβολή τους στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ. Η κοινή γνώμη, που αρχικά υποστήριζε τον μεγάλο πληθυσμό Αμερικανοϊαπώνων της περιοχής, άρχισε σταδιακά να στρέφεται εναντίον τους. Η κατάσταση οξύνθηκε με το πόρισμα της Επιτροπής Ρόμπερτς (Roberts Commission) που εκδόθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1942 και κατηγορούσε, χωρίς συγκεκριμένες αναφορές, άτομα ιαπωνικής καταγωγής για παροχή πληροφοριών που οδήγησαν στην καταστροφή στο Περλ Χάρμπορ.
Στις 19 Φεβρουαρίου 1942 με διάταγμα του Ρούσβελτ εξουσιοδοτούνται οι στρατιωτικοί διοικητές να ορίσουν «ζώνες αποκλεισμού» για όσους κατοίκους κρινόταν αναγκαίο να εγκλειστούν σε αυτές. Η πολιτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη μοναδική, μεγάλης έκτασης, καταναγκαστική μετεγκατάσταση κατοίκων στην ιστορία των ΗΠΑ: περίπου 120.000 αμερικανοϊάπωνες πολίτες και Ιάπωνες χωρίς αμερικανική ιθαγένεια απομακρύνθηκαν από τις κατοικίες τους στη Δυτική ακτή και στη Νότια Αριζόνα και μετακινήθηκαν σε στρατόπεδα, στα περισσότερα από τα οποία οι συνθήκες διαβίωσης ήταν σκληρές και απάνθρωπες. Τον Δεκέμβριο 1944, με δύο αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου, κρίνεται νόμιμος ο εγκλεισμός αμερικανών πολιτών αλλά όχι η μετέπειτα φυλάκισή τους, και έτσι ανοίγει ο δρόμος για την απελευθέρωσή τους. Η κυβέρνηση Ρούσβελτ ακυρώνει τις διαταγές περί εγκλεισμού και επιτρέπει την επιστροφή τους στους τόπους διαμονής τους μετά από ένα μήνα.
Οι κοινωνικοοικονομικές συνέπειες της πολιτικής που ακολουθήθηκε ήταν σημαντικές: πολλοί από τους έγκλειστους έχασαν τις προσωπικές περιουσίες τους, ενώ μετά την επιστροφή τους στη Δυτική Ακτή, και ιδιαίτερα στην κεντρική Καλιφόρνια, αντιμετωπίστηκαν με εχθρότητα και, σε αρκετές περιπτώσεις, με βία. Το 1948 ψηφίστηκε από το Κογκρέσο νόμος που επέτρεπε τη διεκδίκηση αποζημίωσης για την απώλεια περιουσιακών στοιχείων, ενώ τη δεκαετία του 1960, στο πλαίσιο του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα, άρχισε μία προσπάθεια, από τη νεότερη γενιά Αμερικανοϊαπώνων, για έκφραση συγγνώμης και την καταβολή αποζημιώσεων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Το 1976, ο πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ διακήρυξε ότι ο εγκλεισμός ήταν «εθνικό λάθος» που δεν θα επαναληφθεί ποτέ ξανά, ενώ το 1980, επί προεδρίας Κάρτερ, ιδρύθηκε από το Κογκρέσο η Επιτροπή για τη μετεγκατάσταση και τον εγκλεισμό αμάχων σε καιρό πολέμου (Commission on Wartime Relocation and Internment of Civilians – CWRIC). Τρία χρόνια αργότερα, η έκθεση της Επιτροπής καταδίκαζε τον εγκλεισμό «Αμερικανών πολιτών και αλλοδαπών κατοίκων ιαπωνικής καταγωγής» ως «σοβαρή αδικία», αποτέλεσμα αποφάσεων που δεν βασιζόταν σε στρατιωτική αναγκαιότητα, αλλά σε «φυλετικές προκαταλήψεις, την υστερία που επικρατούσε την εποχή του πολέμου και την αποτυχία της (τότε) πολιτικής ηγεσίας».
Στο «Perfidia» αποτυπώνεται με συναρπαστικό τρόπο μία στιγμή της Ιστορίας των ΗΠΑ. Βία, εκβιασμοί, προδοσία, διαφθορά, ζωώδη ένστικτα, αστυνομική αυθαιρεσία, δολοπλοκίες των ισχυρών και κυριαρχία της δίψας για κέρδος, όλα μέσα στο κλίμα της παράνοιας του πολέμου, περιγράφονται λεπτομερώς με πάθος, ξεχωριστή αφηγηματική δύναμη και ωμή γλώσσα.
Ο Ελρόι δημιουργεί με τις δύο τετραλογίες και την τριλογία του μια εικόνα της αμερικανικής κοινωνίας και των σκοτεινών πλευρών της κατά τη διάρκεια τριών περίπου δεκαετιών του 20ού αιώνα. Το «Perfidia», ένα ογκώδες, σκληρό, περίτεχνα «χαώδες» μυθιστόρημα αποτελεί σημαντικότατο μέρος αυτού του επικού έργου.
* «Perfidia» (προδοσία, απιστία) είναι ο τίτλος ενός τραγουδιού με ισπανικούς στίχους που γράφτηκε το 1939 από τον μεξικανό συνθέτη Alberto Domínguez. Κυκλοφόρησε, επίσης, με αγγλικούς στίχους του Milton Leeds. Διασκευάστηκε ή/και τραγουδήθηκε από πολλούς καλλιτέχνες ανάμεσά τους πολύ μεγάλα ονόματα όπως Nat King Cole, Benny Goodman, Glenn Miller, Charlie Parker κ.ά.