PERFIDIA – Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ

perfidia A

 

Perfidia – Ο κύκλος της προδοσίας (Perfidia) του James Ellroy (μτφ. Α. Αποστολίδης),

Κλειδάριθμος  2016

 

Μετά την «Πρώτη Τετραλογία του Λος Άντζελες» και την «Τριλογία του αμερικανικού υποκόσμου», το 2014 εκδίδεται το Perfidia*, πρώτο βιβλίο της «Δεύτερης Τετραλογίας του Λος Άντζελες», με την οποία ο Ελρόι έχει σκοπό να ολοκληρώσει τη «μυθιστορηματική ιστορία» του που αποτελείται από τα 11 βιβλία. Το 2019 κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημα της «Δεύτερης Τετραλογίας», το «Θύελλα».

 

Το Perfidia τοποθετείται στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και όλη η δεύτερη τετραλογία. Η ιστορία εξελίσσεται σε 23 ημέρες του Δεκεμβρίου 1941. Την πρώτη ημέρα, Σάββατο 6 του μήνα, μια οικογένεια ιαπωνικής καταγωγής, πατέρας, μητέρα, κόρη και γιος, βρίσκονται άγρια δολοφονημένοι στο σπίτι τους, με τρόπο που φαίνεται σαν τελετουργική αυτοκτονία, ενώ σε έναν τοίχο έχει γραφεί ένα διφορούμενο μήνυμα. Την επόμενη ημέρα, η ιαπωνική αεροπορία βομβαρδίζει τη ναυτική βάση του Περλ Χάρμπορ στη Χαβάη. Η χώρα, και ιδιαίτερα η Δυτική Ακτή, τίθεται σε επιφυλακή, ενώ λίγες μέρες αργότερα, στις 11 Δεκεμβρίου, οι ΗΠΑ κηρύσσουν πόλεμο ενάντια στην Ιαπωνία.

Η κύρια πλοκή του μυθιστορήματος επικεντρώνεται στους φόνους της οικογένειας Ουατανάμπε και μέσα από την αστυνομική έρευνα αποκαλύπτεται σταδιακά μία μεγάλων διαστάσεων συνωμοσία για αρπαγή γης και απόκτηση χρήματος και εξουσίας με πρόσχημα τον «υπέρ πατρίδος» αγώνα ενάντια στους Ιάπωνες αλλά και τον κομμουνισμό.

 

Στον κόσμο του «Perfidia» ουσιαστικά δεν υπάρχουν «καλοί» χαρακτήρες. Όλοι τους, ακόμη και οι πιο «συμπαθείς»,  έχουν αδυναμίες και πάθη, και είναι δύσκολο για τον αναγνώστη να ταυτιστεί με κάποιους από αυτούς. Συχνά η μόνη διαφορά ανάμεσα στους ρατσιστές, μισογύνηδες, βίαιους αστυνομικούς και στους «κακούς» είναι ότι οι πρώτοι καλύπτονται για ό,τι κάνουν πίσω από την ιδιότητα του εκπροσώπου του νόμου.

Οι βασικοί πρωταγωνιστές που θα προσπαθήσουν να εξιχνιάσουν την υπόθεση είναι τέσσερις άνθρωποι με σκοτεινές πλευρές που εμπλέκονται σε ένα δίκτυο προδοσίας και διαφθοράς αποζητώντας εξουσία, χρήμα και σεξ. Ο Χιντέο Ασίντα, ο μοναδικός Αμερικανοϊάπωνας στην αστυνομία του Λος Άντζελες, είναι ένας πανέξυπνος, επίμονος εγκληματολόγος, που προσπαθεί να κρύψει την ομοφυλοφιλία του, και χρησιμοποιεί την ιδιότητά του και τις ικανότητές του για να γλυτώσει αυτός και η οικογένειά του από τον καταναγκαστικό εγκλεισμό. Ο αρχιφύλακας Ντάντλεϊ Σμιθ, πρώην δολοφόνος του ΙΡΑ, είναι ένας σκληροτράχηλος, δαιμόνιος, καιροσκόπος, διεφθαρμένος αστυνομικός που συμπεριφέρεται σαν γκάνγκστερ. Ο αστυνόμος Γουίλιαμ Πάρκερ, μία μυθιστορηματική εκδοχή του William Henry Parker που διετέλεσε αρχηγός της αστυνομίας της πόλης από το 1950 έως το 1966, μόνιμα παραπαίει ανάμεσα στη θρησκοληψία του, το πάθος για το ποτό και τις φιλοδοξίες του. Η ονειροπόλα νεαρή Κέι Λέικ που της αρέσουν οι τέχνες και αναζητεί την περιπέτεια, πιέζεται να διεισδύει σε κομμουνιστικούς κύκλους της πόλης ως πληροφοριοδότης της αστυνομίας.

Εκτός από τους πρωταγωνιστές, τρεις από τους οποίους είναι «γνωστοί» από προηγούμενα μυθιστορήματα του Ελρόι, στο βιβλίο υπάρχουν ακόμη δεκάδες φανταστικοί, αλλά και πραγματικοί χαρακτήρες. Από τους τελευταίους, γνωστά ονόματα της καλλιτεχνικής και της πολιτικής ζωής της εποχής, σημειώνουμε (εκτός από τον Πάρκερ) τον Τζέιμς Ντέιβις (James Edgar Davis), αρχηγό της αστυνομίας τoυ Λος Άντζελες (τις περιόδους 1926-1929 και 1933-1939) του οποίου το όνομα συνδέθηκε με τη διαφθορά και την άσκηση υπερβολικής αστυνομικής βίας, τον Φλέτσερ Μπάουρον (Fletcher Bowron), δεύτερο μακροβιότερο (από το 1938 έως το 1953) δήμαρχο στην ιστορία της πόλης, τη Μπέτι Ντέιβις (Bette Davis), «ιερό τέρας» του Χόλυγουντ με σχεδόν 50χρονη καριέρα στον κινηματογράφο, τον τηλεοπτικό αστέρα και παραγωγό Τζακ Γουέμπ (John Randolph Webb), διάσημο στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 από τη ραδιοφωνική και τηλεοπτική αστυνομική σειρά «Dragnet», την Έλινορ Ρούσβελτ (Eleanor Roosevelt), πρώτη κυρία των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των θητειών του συζύγου της Φράνκλιν Ρούζβελτ από το 1933 έως το 1945, τις σταρ του Χόλυγουντ Τζόαν Κρώφορντ (Joan Crawford) και Γκλόρια Σουένσον (Gloria Swanson) κ.ά.

 

Σκηνικό του «Perfidia» είναι το Λος Άντζελες, όπου μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ κυριαρχεί η δίψα για εκδίκηση απέναντι στους ιαπωνικής καταγωγής κατοίκους (που θα καταλήξει σε πογκρόμ εναντίον τους και τελικά στον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης), ενώ, παράλληλα, υπάρχει ο έντονος φόβος για μια επικείμενη εισβολή του εχθρού. Όμως η ένταση στις σχέσεις μεταξύ των εθνοτικών ομάδων στην περιοχή έχει μία μακρά ιστορία. Η μεγάλη οικονομική ύφεση στην αυτοκρατορική Ιαπωνία κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1860 είχε ως αποτέλεσμα τη μετανάστευση πολλών κατοίκων της στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ. Οι ευρωπαϊκής καταγωγής Αμερικανοί που ζούσαν στην περιοχή αντέδρασαν στην παρουσία των Ασιατών, φοβούμενοι τον οικονομικό ανταγωνισμό. Επικαλούμενοι τον «κίτρινο κίνδυνο» που απειλούσε τα οικονομικά τους συμφέροντα δημιούργησαν διάφορες οργανώσεις κυρίως από τις αρχές του 20ού αιώνα (Asiatic Exclusion League, που αργότερα μετονομάστηκε σε Japanese Exclusion League και τελικά σε California Joint Immigration Committee, The California State Grange κλπ.) και πέτυχαν με την άσκηση πίεσης τον περιορισμό όχι μόνο της μετανάστευσης, αλλά και των δικαιωμάτων των μεταναστών τόσο στην απόκτηση ιθαγένειας όσο και στην ιδιοκτησία.

Λίγα χρόνια πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με εντολή του Προέδρου Ρούσβελτ, η Υπηρεσία Πληροφοριών του Στρατού και το FBI άρχισαν να συντάσσουν καταλόγους των Αμερικανοϊαπώνων που θα κλείνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης σε περίπτωση που προέκυπταν «προβλήματα» μεταξύ ΗΠΑ και Ιαπωνίας. Στις αρχές του 1941 συστάθηκε σχετική επιτροπή έρευνας ειδικότερα για τους κατοίκους της Δυτικής Ακτής, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας για πιθανή κατασκοπευτική δράση τους. Όμως, η ταχεία προέλαση των ιαπωνικών δυνάμεων σε μεγάλο μέρος της Ασίας και στον Ειρηνικό και η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ αναζωπύρωσαν τις ανησυχίες για εισβολή τους στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ. Η κοινή γνώμη, που αρχικά υποστήριζε τον μεγάλο πληθυσμό Αμερικανοϊαπώνων της περιοχής, άρχισε σταδιακά να στρέφεται εναντίον τους. Η κατάσταση οξύνθηκε με το πόρισμα της Επιτροπής Ρόμπερτς (Roberts Commission) που εκδόθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1942 και κατηγορούσε, χωρίς συγκεκριμένες αναφορές, άτομα ιαπωνικής καταγωγής για παροχή πληροφοριών που οδήγησαν στην καταστροφή στο Περλ Χάρμπορ.

Στις 19 Φεβρουαρίου 1942 με διάταγμα του Ρούσβελτ εξουσιοδοτούνται οι στρατιωτικοί διοικητές να ορίσουν «ζώνες αποκλεισμού» για όσους κατοίκους κρινόταν αναγκαίο να εγκλειστούν σε αυτές. Η πολιτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη μοναδική, μεγάλης έκτασης, καταναγκαστική μετεγκατάσταση κατοίκων στην ιστορία των ΗΠΑ: περίπου 120.000 αμερικανοϊάπωνες πολίτες και Ιάπωνες χωρίς αμερικανική ιθαγένεια απομακρύνθηκαν από τις κατοικίες τους στη Δυτική ακτή και στη Νότια Αριζόνα και μετακινήθηκαν σε στρατόπεδα, στα περισσότερα από τα οποία οι συνθήκες διαβίωσης ήταν σκληρές και απάνθρωπες. Τον Δεκέμβριο 1944, με δύο αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου, κρίνεται νόμιμος ο εγκλεισμός αμερικανών πολιτών αλλά όχι η μετέπειτα φυλάκισή τους, και έτσι ανοίγει ο δρόμος για την απελευθέρωσή τους. Η κυβέρνηση Ρούσβελτ ακυρώνει τις διαταγές περί εγκλεισμού και επιτρέπει την επιστροφή τους στους τόπους διαμονής τους μετά από ένα μήνα.

Οι κοινωνικοοικονομικές συνέπειες της πολιτικής που ακολουθήθηκε ήταν σημαντικές: πολλοί από τους έγκλειστους έχασαν τις προσωπικές περιουσίες τους, ενώ μετά την επιστροφή τους στη Δυτική Ακτή, και ιδιαίτερα στην κεντρική Καλιφόρνια, αντιμετωπίστηκαν με εχθρότητα και, σε αρκετές περιπτώσεις, με βία. Το 1948 ψηφίστηκε από το Κογκρέσο νόμος που επέτρεπε τη διεκδίκηση αποζημίωσης για την απώλεια περιουσιακών στοιχείων, ενώ τη δεκαετία του 1960, στο πλαίσιο του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα, άρχισε μία προσπάθεια, από τη νεότερη γενιά Αμερικανοϊαπώνων, για έκφραση συγγνώμης και την καταβολή αποζημιώσεων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Το 1976, ο πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ διακήρυξε ότι ο εγκλεισμός ήταν «εθνικό λάθος» που δεν θα επαναληφθεί ποτέ ξανά, ενώ το 1980, επί προεδρίας Κάρτερ, ιδρύθηκε από το Κογκρέσο η Επιτροπή για τη μετεγκατάσταση και τον εγκλεισμό αμάχων σε καιρό πολέμου (Commission on Wartime Relocation and Internment of Civilians – CWRIC). Τρία χρόνια αργότερα, η έκθεση της Επιτροπής καταδίκαζε τον εγκλεισμό «Αμερικανών πολιτών και αλλοδαπών κατοίκων ιαπωνικής καταγωγής» ως «σοβαρή αδικία», αποτέλεσμα αποφάσεων που δεν βασιζόταν σε στρατιωτική αναγκαιότητα, αλλά σε «φυλετικές προκαταλήψεις, την υστερία που επικρατούσε την εποχή του πολέμου και την αποτυχία της (τότε) πολιτικής ηγεσίας».

 

Στο «Perfidia» αποτυπώνεται με συναρπαστικό τρόπο μία στιγμή της Ιστορίας των ΗΠΑ. Βία, εκβιασμοί, προδοσία, διαφθορά, ζωώδη ένστικτα, αστυνομική αυθαιρεσία, δολοπλοκίες των ισχυρών και κυριαρχία της δίψας για κέρδος, όλα μέσα στο κλίμα της παράνοιας του πολέμου, περιγράφονται λεπτομερώς με πάθος, ξεχωριστή αφηγηματική δύναμη και ωμή γλώσσα.

Ο Ελρόι δημιουργεί με τις δύο τετραλογίες και την τριλογία του μια εικόνα της αμερικανικής κοινωνίας και των σκοτεινών πλευρών της κατά τη διάρκεια τριών περίπου δεκαετιών του 20ού αιώνα. Το «Perfidia», ένα ογκώδες, σκληρό, περίτεχνα «χαώδες» μυθιστόρημα αποτελεί σημαντικότατο μέρος αυτού του επικού έργου.

 

 

* «Perfidia» (προδοσία, απιστία) είναι ο τίτλος ενός τραγουδιού με ισπανικούς στίχους που γράφτηκε το 1939 από τον μεξικανό συνθέτη Alberto Domínguez. Κυκλοφόρησε, επίσης, με αγγλικούς στίχους του Milton Leeds. Διασκευάστηκε ή/και τραγουδήθηκε από πολλούς καλλιτέχνες ανάμεσά τους πολύ μεγάλα ονόματα όπως Nat King Cole, Benny Goodman, Glenn Miller, Charlie Parker κ.ά.

ΖΟΥΛΟΥ

ζουλού

Ζουλού (Zulu) του Caryl Férey (μτφ. Γ. Καλαμαντής), Λιβάνης 2011

Ανάμεσα στα πολλά έργα του Φερέ, το «Ζουλού» (2008) που τοποθετείται στη Νότια Αφρική μετά το απαρτχάιντ είναι το τρίτο μετά το «Χάκα» (1998) και το «Ούτου» (2004) που είχαν θέμα τους Μαορί.

Ο Άλι Νιούμαν είναι Ζουλού, επικεφαλής του Εγκληματολογικού στην Αστυνομία του Κέιπ Τάουν. Όταν ήταν παιδί είδε μπροστά στα μάτια του τους πολιτοφύλακες της Ινκάτα, της οργάνωσης των Ζουλού που ήταν σε σύγκρουση με το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο (βλ. και παρακάτω), να ξυλοκοπούν μέχρι θανάτου τον πατέρα του και να καίνε ζωντανό τον μεγάλο αδελφό του. Σημαδεμένος για πάντα από τους φρικτούς θανάτους, κατόρθωσε μετά το τέλος του απαρτχάιντ να σπουδάσει νομικά και να γίνει αρχηγός της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας, έχοντας κερδίσει τον σεβασμό των συναδέλφων του.

Στον βοτανικό κήπο της πόλης βρίσκεται άγρια κακοποιημένο το πτώμα μιας νεαρής λευκής γυναίκας, και ο Άλι με τους συνεργάτες του αναλαμβάνουν την υπόθεση. Ενώ τα πρώτα στοιχεία δεν φαίνεται να οδηγούν πουθενά, μια δεύτερη λευκή κοπέλα βρίσκεται νεκρή, με ένα τελετουργικό σημάδι των Ζουλού χαραγμένο στο σώμα της. Και καθώς οι πιέσεις για την εξιχνίαση των φόνων αυξάνονται, ένα νέο σημαντικό στοιχείο έρχεται να κάνει πιο πολύπλοκη την κατάσταση: στο αίμα και των δύο θυμάτων βρίσκονται ίχνη από μία νέα άγνωστη ναρκωτική ουσία. Για να βρει απαντήσεις ο Άλι θα πρέπει να ψάξει στον τόπο που μεγάλωσε, στις παραγκουπόλεις όπου η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμία αξία, και να αντιμετωπίσει αδίστακτες συμμορίες που ελέγχουν το εμπόριο ναρκωτικών και την πορνεία, αλλά και μία τρομακτική, μεγάλων διαστάσεων συνωμοσία μιας επικίνδυνης οργάνωσης που σχετίζεται με πρώην αξιωματούχους του καθεστώτος του απαρτχάιντ.

Όπως σε όλα τα βιβλία του, ο Φερέ παρέχει πολλές επεξηγηματικές πληροφορίες για το ιστορικό πλαίσιο του μυθιστορήματος που σχετίζεται άμεσα με την υπόθεση και εν πολλοίς  επηρεάζει την εξέλιξή της. Πληροφορίες που, σε κάποιο βαθμό, «παρακινούν» τους αναγνώστες να μάθουν περισσότερα για την ταραγμένη ιστορία της Νότιας Αφρικής. Εντελώς συνοπτικά μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής:

Το απαρτχάιντ (1948-1991), δηλαδή η επιβολή των διακρίσεων των κατοίκων της Νότιας Αφρικής με φυλετικά κριτήρια, αποτέλεσε ουσιαστικά συνέχιση και επέκταση σχετικών πολιτικών που χρονολογούνται από τα μέσα του 19ου αιώνα. Θεσμοθετήθηκε όμως το 1948, ενώ το 1970 αφαιρέθηκε το δικαίωμα της πολιτικής εκπροσώπησης από τους «μη λευκούς», οι οποίοι περιορίστηκαν σε απομονωμένες, ασύνδετες μεταξύ τους και υποβαθμισμένες περιοχές, τα «μπαντουστάν» (Bantustan). Το απαρτχάιντ καταργήθηκε το 1991, πριν από τις πρώτες δημοκρατικές, πολυφυλετικές εκλογές του 1994, αλλά ίχνη του στη νοτιοαφρικανική κοινωνία εντοπίζονταν και τον 21ο αιώνα.

Η μεγάλη, «μη λευκή» πλειοψηφία του πληθυσμού της Νότιας Αφρικής αντέδρασε στο απαρτχάιντ με σκληρούς, μακρόχρονους αγώνες, που σημαδεύτηκαν από πολλά αιματηρά γεγονότα. Από αυτά, τα πιο γνωστά διεθνώς είναι οι σφαγές του Σάρπβιλ (1960) και του Σοβέτο (1976) [1], όπου άοπλοι διαδηλωτές σκοτώθηκαν από τις δυνάμεις καταστολής, αλλά και οι πολλές δολοφονίες αντιφρονούντων και ακτιβιστών από «ομάδες θανάτου» των κυβερνητικών δυνάμεων στα μέσα της δεκαετίας του 1980.

Κύριος πολιτικός εκφραστής αυτών των αγώνων ήταν το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (African National Congress – ANC) που ιδρύθηκε το 1912 (ως South African Native National Congress) με βασικό σκοπό την ενότητα του νοτιοαφρικανικού λαού και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του, και με πολιτική που αρχικά περιελάμβανε μη βίαιες διαμαρτυρίες. Κυρίαρχη δύναμη στο Κογκρέσο αποτελούσαν οι Ξόζα (Xhosa), η δεύτερη μεγαλύτερη φυλή στη χώρα μετά τους Ζουλού. Το 1960, μετά τη σφαγή του Σάρπβιλ, η κυβέρνηση της λευκής μειονότητας έθεσε το Κογκρέσο εκτός νόμου για τα επόμενα τριάντα χρόνια, με αποτέλεσμα την υιοθέτηση εκ μέρους του μεθόδων ανταρτοπόλεμου και σαμποτάζ. Ηγετική φυσιογνωμία του ANC, από τη δεκαετία του 1950 μέχρι το 2000, ήταν ο Νέλσον Μαντέλα (Nelson Rolihlahla Mandela), από τις πιο γνωστές διεθνώς πολιτικές προσωπικότητες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.

Το 1975 ιδρύθηκε από τον Μανγκοσούτου Μπουτελέζι (Gatsha Mangosuthu Buthelezi), πρώην μέλος της Νεολαίας του Κογκρέσου, μια άλλη σημαντική οργάνωση, η Ινκάτα (Ινκάτα Εθνικό Πολιτιστικό Απελευθερωτικό Κίνημα – Inkatha National Cultural Liberation Movement, INCLM) ως συνέχεια της πολιτιστικής οργάνωσης Ινκάτα των Ζουλού της δεκαετίας του 1920. Αρχικά, η Ινκάτα συνεργαζόταν με το Κογκρέσο, που είχε πολύ μεγαλύτερη πολιτική επιρροή, στον αγώνα κατά του απαρτχάιντ. Σταδιακά, όμως, και ενώ το Κογκρέσο επεδίωκε την ανατροπή του καθεστώτος και μέσω του ένοπλου αγώνα, η Ινκάτα προωθούσε τα συμφέροντα των Ζουλού σε βάρος του στόχου της εθνικής ενότητας και δρούσε, σε ένα βαθμό, μέσα στο σύστημα που είχαν εγκαθιδρύσει οι λευκοί.

Η αντιπαλότητα των δύο οργανώσεων πήρε μεγάλες διαστάσεις από τη δεκαετία του 1980, όταν ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των πολιτοφυλακών («ομάδες αυτοπροστασίας» των μελών τους) που είχαν δημιουργήσει. Ο  Μπουτελέζι έφτασε να θεωρείται μαριονέτα της κυβέρνησης και, φοβούμενος τη μείωση της πολιτικής του δύναμης, συνεργάστηκε με τον στρατό του καθεστώτος, ενώ οι Ειδικές Δυνάμεις  εκπαίδευαν στρατιωτικά την πολιτοφυλακή των Ζουλού. Μάλιστα, λίγα χρόνια πριν από τις πρώτες ελεύθερες εκλογές στην ιστορία της χώρας, μέλη της Ινκάτα έλαβαν μέρος, υπό την κάλυψη της αστυνομίας, σε επιθέσεις ενάντια σε συμπαθούντες και μέλη του Κογκρέσου (σφαγές του Τραστ Φιντ το 1988 και του Μποιπατόνκ το 1992).

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής για την Αλήθεια και τη Συμφιλίωση (Truth and Reconciliation Commission – TRC), που θεσμοθετήθηκε το 1995, περισσότεροι από 1900 άνθρωποι είχαν πέσει θύματα σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την περίοδο 1960-1994 η Ινκάτα ήταν υπεύθυνη για 4500 θανάτους, η αστυνομία της χώρας για 2700 και το Κογκρέσο για 1300.

Στις εκλογές του 1994, η Ινκάτα (ως Κόμμα Ελευθερίας Ινκάτα – Inkatha Freedom Party, IFP) δεν μπόρεσε να επεκτείνει την επιρροή της πέρα από την περιοχή των Ζουλού (KwaZulu-Natal) και, τελικά, συμμετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό με τον παραδοσιακό αντίπαλό της, το Κογκρέσο. Αυτή η ασταθής «συνεργασία» διατηρήθηκε για μια σχεδόν δεκαετία έως και το 2004. Από τότε, έως και τις πρόσφατες εκλογές του 2019, η Ινκάτα βρίσκεται στην αντιπολίτευση.

Το τέλος του απαρτχάιντ μπορεί να επέφερε την πολιτική «ομαλότητα» στην πολύπαθη χώρα, όμως 27 χρόνια μετά τις πρώτες ελεύθερες εκλογές η Νότια Αφρική μαστίζεται από σημαντικά προβλήματα, όπως η εκρηκτικών διαστάσεων επιδημία του AIDS [2] και τα ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα εγκληματικότητας, που μπορούν να αποδοθούν σε μία σειρά κοινωνικοοικονομικών αιτίων και κυρίως στο χάσμα που υπάρχει μεταξύ φτωχών και πλουσίων [3], την ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό κλπ. Όσον αφορά ειδικότερα στην εγκληματικότητα, το 2021 η Νότια Αφρική κατατάσσεται στην τρίτη υψηλότερη θέση διεθνώς με τον σχετικό δείκτη (επιθέσεις, ανθρωποκτονίες, βιασμοί και άλλα βίαια εγκλήματα καταγεγραμμένα από την αστυνομία ανά 100.000 πληθυσμού)  να φθάνει στο 77.3, ενώ θεωρείται η «παγκόσμια πρωτεύουσα των βιασμών» με τον υψηλότερο δείκτη διεθνώς (132 περιστατικά ανά 100.000 πληθυσμού) [4].

Το σκοτεινό παρελθόν της χώρας, που αποτελεί σημαντικό μέρος της υπόθεσης του μυθιστορήματος, και η εφιαλτική σημερινή πραγματικότητα, απεικονίζονται δεξιοτεχνικά από τον συγγραφέα, στο βιβλίο του οποίου ο τίτλος αναφέρεται τόσο στον πρωταγωνιστή όσο και γενικά στη φυλή των Ζουλού. Ο Φερέ ανατέμνει μία κοινωνία που ακόμη παλεύει για τη συμφιλίωση και περιγράφει με δύναμη και ζωντάνια που σοκάρουν τον αναγνώστη τις πολιτικές επιπλοκές, τις τεράστιες κοινωνικές αντιθέσεις, τα τραύματα από το ρατσιστικό καθεστώς, την άθλια φτώχεια και την απελπισία όσων ζουν στις παραγκουπόλεις, οι οποίες ουσιαστικά ελέγχονται από συμμορίες, τη διαφθορά των τοπικών αξιωματούχων, την εκτός ελέγχου βία και την αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή.

Ένα ακόμη ιδιαίτερα σκληρό, ενοχλητικό, σημαντικό αστυνομικό μυθιστόρημα ενός από του καλύτερους συγγραφείς του είδους.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Στις 21 Μαρτίου 1960 στο Σάρπβιλ, 69 μαύροι Νοτιοαφρικανοί πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν εν ψυχρώ από την αστυνομία και εκατοντάδες τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια μιας ειρηνικής διαμαρτυρίας με αίτημα τα ίσα δικαιώματα. Η «σφαγή του Σοβέτο» (16 Ιουνίου 1976) ξεκίνησε όταν η αστυνομία επιτέθηκε βίαια σε διαδηλώσεις μαύρων μαθητών ενάντια στην κυβερνητική απόφαση για την αντικατάσταση των Αγγλικών από τη γλώσσα των Αφρικάνερς (πρώτοι Ολλανδοί έποικοι στη χώρα) ως γλώσσας διδασκαλίας στα σχολεία. Επίσημα ανακοινώθηκαν 176 θύματα, ενώ υπάρχουν εκτιμήσεις για περίπου 700 νεκρούς και περισσότερους από 1000 τραυματίες.

2 Το 2019, σύμφωνα με εκτιμήσεις του UNAIDS, ζούσαν στη Νότια Αφρική 7,5 εκατομμύρια άνθρωποι που είχαν προσβληθεί από τον ιό, σε σύνολο πληθυσμού 59 περίπου εκατομμυρίων (βλ.   https://www.avert.org/professionals/hiv-around-world/sub-saharan-africa/south-africa#footnote1_ryclu50 )

3 Εδώ και χρόνια, η χώρα παρουσιάζει έναν από τους μεγαλύτερους δείκτες ανισοκατανομής πλούτου διεθνώς (βλ. https://www.worldbank.org/en/country/southafrica/overview)

4 Βλ. https://worldpopulationreview.com/country-rankings/crime-rate-by-country

ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ ΚΟΥΡΤ ΒΑΛΑΝΤΕΡ

φθινόπωρο

Το φθινόπωρο του Κουρτ Βαλάντερ (Den orolige mannen) του Henning Mankell (μτφ. Λ. Καλοβυρνάς), Ψυχογιός 2013

Το μυθιστόρημα «Το φθινόπωρο του Κουρτ Βαλάντερ» εκδόθηκε στη Σουηδία το 2009 και είναι το τελευταίο της σειράς με ήρωα τον Κουρτ Βαλάντερ.

Ο Χόκαν φον Ένκε είναι απόστρατος αντιπλοίαρχος του Σουηδικού Ναυτικού, με μεγάλη φήμη στους στρατιωτικούς κύκλους της χώρας. Είναι, επίσης, ο πατέρας του συντρόφου της Λίντα, της κόρης του Βαλάντερ. Κατά τη διάρκεια της γιορτής για τα 75α γενέθλια του, εκμυστηρεύεται στον Βαλάντερ κάποια άγνωστα γεγονότα από τη δεκαετία του 1980, 25 χρόνια πριν, όταν ξένα υποβρύχια είχαν εντοπιστεί στα χωρικά ύδατα της Σουηδίας. Τρεις μήνες αργότερα, συμβαίνει κάτι που σοκάρει τους πάντες: ο Χόκαν φον Ένκε εξαφανίζεται χωρίς ίχνος, ενώ έκανε τον καθημερινό του περίπατο, προκαλώντας, όπως είναι φυσικό, μεγάλη αναστάτωση τόσο στην οικογένειά του όσο και στις Αρχές.

Η εντατική αστυνομική έρευνα δεν έχει αποτελέσματα και καθώς ο καιρός περνά η υπόθεση παραμένει ανεξιχνίαστη. Όμως, ο Βαλάντερ προβληματίζεται για το αν η εξαφάνιση του «συμπέθερού» του σχετίζεται με τις αποκαλύψεις που είχε κάνει και, παρότι ταλαιπωρείται από προβλήματα υγείας που όλο και χειροτερεύουν, συνεχίζει να ασχολείται ανεπίσημα με την υπόθεση, παραμελώντας τα καθήκοντά του στην αστυνομία του Ίσταντ, και να ερευνά στοιχεία από το περιβάλλον του αγνοούμενου. Σταδιακά συνειδητοποιεί ότι οι πληροφορίες που συγκεντρώνει τον οδηγούν στο παρελθόν, στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και στις πολύκροτες υποθέσεις παραβίασης των χωρικών υδάτων της Σουηδίας από σοβιετικά υποβρύχια, σε ιστορίες κατασκοπίας και σε υποψίες για συνωμοτικές κινήσεις αξιωματικών ενάντια στον πρωθυπουργό της χώρας. Και ενώ ο φον Ένκε αγνοείται ήδη δύο μήνες, εξαφανίζεται και η σύζυγός του, η Λουίζ…

 

Στο «Φθινόπωρο» βρίσκουμε βασικά χαρακτηριστικά των έργων του Μάνκελ, την ενδιαφέρουσα υπόθεση, τις κριτικές αναφορές σε κοινωνικοπολιτικά θέματα (η εξαφάνιση του φον Ένκε και το σκοτεινό παρελθόν του κατά τον Ψυχρό Πόλεμο) και τους «ζωντανούς» χαρακτήρες (ανάμεσα τους και κάποιοι που έχουν σημαδέψει τη ζωή του ήρωα). Εδώ, όμως, ο συγγραφέας φαίνεται να εστιάζει το ενδιαφέρον του όχι μόνο στο «μυστήριο» και την προσπάθεια για την εξιχνίαση της εξαφάνισης αλλά, κυρίως, στη διαδικασία αποδόμησης του χαρακτήρα του Βαλάντερ. Περιγράφει, έτσι, δεξιοτεχνικά την επιδείνωση των προβλημάτων υγείας του ήρωα, που βρίσκεται στο φθινόπωρο της ζωής του, και τα συναισθήματά του απέναντι στο παρελθόν που τον στοιχειώνει αλλά και στο αβέβαιο μέλλον.

Στο βιβλίο, ο Μάνκελ ασχολείται με τις σχέσεις της Σουηδίας με τις δύο υπερδυνάμεις κατά τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Η πρόθεσή του γίνεται φανερή ήδη από την αρχή του προλόγου, όταν περιγράφεται το «αναπάντεχο ξέσπασμα θυμού» του πρωθυπουργού Ούλοφ Πάλμε, με αφορμή την έκθεση της εξεταστικής επιτροπής για τα «καταραμένα υποβρύχια» (σ. 11-12) που είχαν εντοπιστεί στα σουηδικά χωρικά ύδατα το 1982 και το 1983 (βλ. παρακάτω). Αυτές οι παραβιάσεις, τις οποίες ο Μάνκελ θεωρούσε ως ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην πολιτική ιστορία της Σουηδίας, αποτελούν τη βάση της πλοκής. Προτού αναφερθούμε στο θέμα των υποβρυχίων, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η Σουηδία ακολούθησε επίσημα μια αυστηρή πολιτική ουδετερότητας. Παράλληλα, όμως, διατηρούσε με άκρα μυστικότητα μέχρι και τη δεκαετία του 1960 στενές σχέσεις με τη Δύση και ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ, αλλά και με τη Νορβηγία και τη Δανία, γειτονικές της χώρες και μέλη του ΝΑΤΟ, για συνεργασία σε περίπτωση πολέμου. Οι σχέσεις αυτές ατονούν με την νέα «ενεργή εξωτερική πολιτική» που ακολουθείται κυρίως από το 1969, όταν αναλαμβάνει για πρώτη φορά πρωθυπουργός ο Πάλμε, μια πολιτική που χαρακτηρίζεται από έντονη παρέμβαση σε διεθνή θέματα (και ιδιαίτερα σε αυτά που σχετίζονται με τον «Τρίτο Κόσμο») και έρχεται συχνά σε αντίθεση με τις θέσεις των ΗΠΑ, κυρίως όσον αφορά στην καταδίκη του πυρηνικού εξοπλισμού και των δικτατορικών καθεστώτων σε διάφορες χώρες.
Στις ψυχροπολεμικές συνθήκες και με δεδομένη τη γεωγραφική θέση της Σουηδίας στην έξοδο της Βαλτικής θάλασσας, καταγράφονται, ήδη από το 1962, παραβιάσεις των σουηδικών χωρικών υδάτων από ξένα υποβρύχια, οι οποίες προκαλούν διεθνές ενδιαφέρον. Αρκετά από αυτά τα περιστατικά ήταν ανεπιβεβαίωτα, ενώ άλλα ήταν σοβαρά και είχαν ως αποτέλεσμα την εμπλοκή του σουηδικού ναυτικού και τη χρήση ανθυποβρυχιακών όπλων. Από αυτά αναφέρουμε τα δύο σημαντικότερα για την περίοδο που μας ενδιαφέρει.

Στις 27 Οκτωβρίου 1981, επί συντηρητικής κυβέρνησης συνασπισμού στη Σουηδία, το σοβιετικό υποβρύχιο U137 προσάραξε κοντά στη ναυτική βάση της Κάρσλκρουνα και «συνελήφθη» από τις σουηδικές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες τέθηκαν σε συναγερμό με την υποψία ότι η Σοβιετική Ένωση θα προσπαθούσε να το ανακτήσει. Τελικά, οι Σουηδοί το οδήγησαν στα διεθνή ύδατα και το παρέδωσαν με το πλήρωμά του στο σοβιετικό ναυτικό. Τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου 1982, κατά την αρχή της δεύτερης πρωθυπουργίας του Πάλμε, σημειώθηκε ένα ιδιαίτερα σοβαρό επεισόδιο, όταν σε μία στενά επιτηρούμενη και ναρκοθετημένη περιοχή κοντά στη Στοκχόλμη υπήρξαν ενδείξεις για την παρουσία ενός άγνωστου υποβρυχίου, το οποίο προσπάθησαν να εντοπίσουν και να βυθίσουν οι Σουηδοί χωρίς αποτέλεσμα. Το συμβάν είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία εξεταστικής επιτροπής η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το υποβρύχιο ήταν σοβιετικό, κλιμακώνοντας την ένταση με τη Μόσχα. Μεταγενέστερες έρευνες αμφισβήτησαν τα συμπεράσματα της επιτροπής, θεωρώντας ότι οι ηχητικές ενδείξεις μπορεί να προέρχονταν από εμπορικό πλοίο ή, κατ’ άλλους, από υποβρύχιο του ΝΑΤΟ.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1983 αναφέρθηκαν άλλα τέσσερα περιστατικά παρουσίας υποβρυχίων, από τα οποία μόνο το ένα επιβεβαιώθηκε. Ανάλογα γεγονότα σημειώθηκαν και τα επόμενα χρόνια αλλά και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (το πιο πρόσφατο, το 2014).

Όμως, οι αναφορές του Μάνκελ στην ψυχροπολεμική περίοδο δεν περιορίζονται στο θέμα των υποβρυχίων. Αν και το μυθιστόρημα δεν έχει άμεση σχέση με την υπόθεση Πάλμε, είναι φανερή η επίδραση της δολοφονίας, της στάσης κάποιων στρατιωτικών κύκλων απέναντι στον τότε πρωθυπουργό και της αποτυχίας των αρχών να βρουν τον δράστη. Στον πρόλογο υπάρχουν, επίσης, αναφορές σε άλλα πρόσωπα που είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της Σουηδίας. O Στιγκ Βένεστρεμ (Stig Erik Constans Wennerström) ήταν αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας που συνελήφθη το 1963 με την κατηγόρια της κατασκοπίας για τη Σοβιετική Ένωση και το 1964 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, για να αποφυλακιστεί τελικά δέκα χρόνια αργότερα. Η υπόθεση φαίνεται να είχε καταλάβει εξαπίνης τον Τάγκε Ερλάντερ (Tage Fritjof Erlander), αρχηγό του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και «μακροβιότερο» πρωθυπουργό της χώρας επί 23 συνεχόμενα χρόνια (1946-1969), γεγονός που αποδίδεται από τον συγγραφέα στην έλλειψη έγκαιρης ενημέρωσής του από τον Σβεν Άντερσον (Sven Olof Morgan Andersson), υπουργό Άμυνας από το 1957 έως το 1973, και κατόπιν υπουργό Εξωτερικών. Ο Άντερσον ήταν επικεφαλής της εξεταστικής επιτροπής για το περιστατικό με τα υποβρύχια του 1982, και η σχετική έκθεσή του, με «ισχυρισμούς, υπαινιγμούς και μισόλογα […] που δεν εξηγεί τίποτα απολύτως» [σ. 14) ήταν αυτή που έκανε «έξω φρενών» τον Πάλμε το 1987 (σ. 12) στον πρόλογο του βιβλίου.

Με αφορμή την εξαφάνιση του φον Ένκε, ο Βαλάντερ έρχεται αντιμέτωπος με τη στάση της Σουηδίας κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και αναγκάζεται να αμφισβητήσει τις απόψεις του για τον ρόλο της Δύσης και της Ανατολής. Ο Μάνκελ ασχολείται και πάλι με την πρόσφατη ιστορία της χώρας του, με θέματα ευθύνης και ηθικής, δικαιοσύνης και δημοκρατίας, και υπογραμμίζει ότι «αυτή είναι μια ιστορία για την πραγματικότητα της πολιτικής, ένα ταξίδι στο βούρκο, όπου ούτε η αλήθεια ούτε το ψέμα είναι ευδιάκριτα και τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο» (σ. 15).

Το «Φθινόπωρο του Κουρτ Βαλάντερ», το τελευταίο αστυνομικό μυθιστόρημα του συγγραφέα, κατέχει μία ιδιαίτερη θέση όχι μόνο στο σύμπαν του Μάνκελ αλλά και γενικότερα στη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία, αφού αποτελεί το κύκνειο άσμα για τον πιο διάσημο πρωταγωνιστικό χαρακτήρα της.

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ

o_kyklos_tis_orgis

Ο κύκλος της οργής (Till dess din vrede upphör) της Åsa Larsson (μτφ. Ι. Ηλιάδη), Μεταίχμιο 2016

Η Όσα Λάρσον εμφανίζεται στη σουηδική αστυνομική λογοτεχνία το 2003, και μέχρι το 2011 κυκλοφορούν πέντε μυθιστορήματά της (το «Ο κύκλος της οργής» είναι το τέταρτο και εκδίδεται το 2008). Από το 2014 ασχολείται με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων φαντασίας.

Στις αρχές της άνοιξης ανακαλύπτεται στην περιοχή της Κιρούνα, στη βόρεια Σουηδία, το πτώμα της νεαρής Βίλμα που είχε χαθεί πριν από έξι μήνες μαζί με τον φίλο της Σίμον στον παγωμένο ποταμό Τόρνε. Την έρευνα αναλαμβάνουν οι δύο ηρωίδες της Λάρσον, η πρώην δικηγόρος και νυν εισαγγελέας Ρεμπέκα Μάρτινσον και η επιθεωρήτρια της αστυνομίας Άννα-Μαρία Μέλα. Σταδιακά, η έρευνα επικεντρώνεται στις παλιές φήμες για την εξαφάνιση ενός αεροπλάνου που μετέφερε εφόδια για τον γερμανικό στρατό το 1943, στο παρελθόν των κατοίκων της περιοχής κατά τον πόλεμο και στην τωρινή συμπεριφορά τους.


Από τις μαρτυρίες ανθρώπων που ζούσαν εκείνη την περίοδο, φαίνεται να παίζουν ρόλο στην υπόθεση δύο αδέλφια, των οποίων ο πατέρας είχε κερδίσει πολλά χρήματα από τις δουλειές με τους Γερμανούς, καθώς και οι σχέσεις στην οικογένειά τους. Η Ρεμπέκα και η Άννα-Μαρία πρέπει να σκάψουν βαθιά στα καλά κρυμμένα μυστικά για εξιχνιάσουν τους θανάτους των δύο νέων και να σταματήσουν τον δολοφόνο πριν υπάρξουν και άλλα θύματα.

Η Λάρσον ασχολείται, όπως και άλλοι Σουηδοί συγγραφείς (π.χ. ο Νταλ, ο Μάνκελ, ο Στιγκ Λάρσον βλ. και εδώ, εδώ), με ζητήματα σχετικά με την ιστορία της χώρας κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ιδιαίτερα με το θέμα της οικονομικής συνεργασίας με τους Γερμανούς, εστιάζοντας το ενδιαφέρον της, όπως και η Λέκμπεργ στο «Παιδί από τη Γερμανία» (βλ. εδώ), στις μικρές επιχειρήσεις και στα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα, που στο βιβλίο αντιπροσωπεύονται από την οικογένεια Κρέκουλα, και όχι στις μεγάλες βιομηχανίες και τις ανώτερες τάξεις (όπως κάνει π.χ. ο Στιγκ Λάρσον στο «Το κορίτσι με το τατουάζ»). Αναφέρεται κυρίως στη μυστικότητα που καλύπτει αυτή τη συνεργασία, στις κρυμμένες ενοχές και στις συνέπειες που μπορεί να έχουν τα γεγονότα εκείνης της περιόδου ακόμη και σήμερα στις κλειστές κοινωνίες της σουηδικής επαρχίας. Παράλληλα, σχολιάζει την ευμετάβλητη συλλογική μνήμη και την εθνική αφήγηση που αποκρύπτει τα «δυσάρεστα» γεγονότα, και περιγράφει ζωντανά την αναγνώριση που είχαν, ειδικότερα στα χωριά στα βόρεια της χώρας, όσοι κατά τους φινλανδοσοβιετικούς πολέμους βοήθησαν τους Φινλανδούς και αργότερα συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, αλλά και τις συνέπειες που υπέστησαν λόγω της αλλαγής της σουηδικής πολιτικής ανάλογα με την εξέλιξη του πολέμου (βλ. σ. 149-151).

Η στάση της σουηδικής κυβέρνησης, και ενός μέρους του σουηδικού λαού, κατά τη διάρκεια του πρώτου φινλανδοσοβιετικού πολέμου είναι ένα θέμα που δεν απασχολεί συχνά άλλους Σουηδούς συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας και θα πρέπει να το δούμε πιο συγκεκριμένα. Τον Σεπτέμβριο του 1939, όταν η Γερμανία επιτέθηκε στην Πολωνία, η σουηδική κυβέρνηση συνασπισμού (στην οποία συμμετείχαν όλα τα κόμματα εκτός από το κομμουνιστικό και το φιλοναζιστικό) με ηγέτη τον σοσιαλδημοκράτη Περ Άλμπιν Χάνσον διακήρυξε την ουδετερότητα της χώρας.


Με το σύμφωνο μη επίθεσης Ρίμπεντροπ – Μόλοτοφ το 1939, η Φινλανδία τοποθετείται στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, αλλά αρνείται να παραχωρήσει εδάφη της με αποτέλεσμα την επίθεση της Σοβιετικής Ένωσης στα τέλη Νοεμβρίου του 1939 και την έναρξη του «Χειμερινού Πολέμου». Από αυτόν τον πόλεμο προκύπτουν και τα πρώτα προβλήματα για την πολιτική της σουηδικής ουδετερότητας. Αν και υπήρχε μεγάλη ανησυχία στη Σουηδία για τα σχέδια των Σοβιετικών, σε συνδυασμό με την παραδοσιακή δυσπιστία απέναντί τους, με την έναρξη του Χειμερινού Πολέμου η Σουηδία διακήρυξε ότι δεν εμπλέκεται στη σύρραξη· υποστήριξε, όμως, ενεργά τη Φινλανδία, βοηθώντας την τόσο οικονομικά όσο και εξοπλιστικά, ενώ περίπου 10,000 Σουηδοί πολέμησαν ως εθελοντές στο πλευρό των Φινλανδών. Ο πόλεμος έληξε τον Μάρτιο του 1940 με τη συνθήκη ειρήνης της Μόσχας, και οι Φινλανδοί αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν σχεδόν περισσότερα εδάφη από όσα είχαν αρχικά απαιτηθεί.


Μετά το τέλος του Χειμερινού Πολέμου η Φινλανδία στράφηκε, τελικά, για στρατιωτική βοήθεια στη Γερμανία, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να διεκδικήσει εκ νέου τις περιοχές που είχε παραχωρήσει στη Σοβιετική Ένωση. Η συνεργασία με το χιτλερικό καθεστώς εντάθηκε καθώς πλησίαζε η επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, και γερμανικά στρατεύματα μετακινήθηκαν στη Φινλανδία και έλαβαν θέσεις κυρίως στη Λαπωνία. Με την έναρξη της εισβολής, στις 22 Ιουνίου 1941, οι Σοβιετικοί εξαπέλυσαν αεροπορικές επιδρομές εναντίον της Φινλανδίας, γεγονός που είχε ως συνέπεια την κήρυξη πολέμου από τη Φινλανδία (κατά τους Φινλανδούς «Συνεχιζόμενος Πόλεμος», για να δηλωθεί η σχέση του με τον Χειμερινό Πόλεμο του 1939-1940), ο οποίος διήρκεσε έως τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1944.

Η Λάρσον κάνει σύντομη αναφορά και σε άλλα γεγονότα από την περίοδο του Πολέμου (σ. 206-207). Το πρώτο, και πολύ γνωστό, είναι η «διευκόλυνση» που έκανε η Σουηδία στη χιτλερική Γερμανία, δίνοντας την άδεια για τη σιδηροδρομική μεταφορά στρατού και εξοπλισμού προς τη Νορβηγία, ένα θέμα που αποτέλεσε «αγκάθι» στις σουηδονορβηγικές σχέσεις. Το δεύτερο αφορά στην εμπρηστική επίθεση που είχε γίνει από φιλοναζί στις 3 Μαρτίου 1940 στα γραφεία της κομμουνιστικής εφημερίδας «Norrskensflamman» («Η φλόγα του βορείου Σέλαος») στο Λούλεο, με αποτέλεσμα τον θάνατο τριών ενηλίκων και δύο παιδιών. Η στάση μερίδας του πληθυσμού της περιοχής απέναντι στα γεγονότα φαίνεται όταν ο γέρο-Σβαράρε αφηγείται στη Ρεμπέκα για τα «κορίτσια που στέκονταν δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές και χαιρετούσαν τους Γερμανούς στρατιώτες που πήγαιναν στο Νάρβικ» και για όλους αυτούς «που πανηγύριζαν για την εμπρηστική επίθεση στη ‘Norrskensflamman’ το 1940» (σ. 207). Αλλά, «κανείς δεν θέλει να θυμάται τι συνέβαινε τότε» (ό.π.), όπως κανείς δεν θέλει να θυμάται τι οδήγησε στους δύο φόνους που ερευνούν οι πρωταγωνίστριες του βιβλίου…

Ανάμεσα στα μυθιστορήματα της Λάρσον, που συνδυάζουν το ψυχολογικό θρίλερ με το police procedural και με πολλά μεταφυσικά στοιχεία, το «Ο κύκλος της οργής» είναι το μοναδικό στο οποίο ανιχνεύονται αναφορές στην ιστορία της Σουηδίας κατά τον Πόλεμο και, ταυτόχρονα, ένα από τα καλύτερά της.

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ (ΚΑΙ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟ) ΣΗΜΕΙΩΜΑ

study animemotivation new
Photo: animemotivation

Ενημερωτικό (και απολογητικό) σημείωμα 

Από το 2017 που υπάρχει αυτό το μπλογκ γίνονται αναρτήσεις σχεδόν κάθε δίμηνο, με έναν αργό  αλλά σταθερό ρυθμό που επιβαλλόταν από τον περιορισμένο ελεύθερο χρόνο. Τους τελευταίους μήνες οι αυξημένες απαιτήσεις παρακολούθησης μαθημάτων, μελέτης και εργασιών, σε συνδυασμό με τις πρωτόγνωρες καταστάσεις που όλοι ζήσαμε, οι οποίες στην περίπτωσή μας συνοδεύονταν από συνθήκες «αποκλεισμού», προσπάθειες επιστροφής στα «πάτρια εδάφη» κλπ., οδήγησαν στην προσωρινή «αναστολή» των αναρτήσεων.

Οι εξετάσεις και η εκπόνηση μιας τελικής εργασίας κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού αναβάλουν την αποκατάσταση της επαφής μας, η οποία πιστεύω και ελπίζω ότι θα γίνει στις αρχές του φθινοπώρου (θα υπάρξει, βεβαίως, σχετική ενημέρωση). Μέχρι τότε, πολλές ευχές για «πολύ καλό καλοκαίρι», μόνο με ευχάριστα απρόοπτα.

Ο ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ

agnooumenos

Ο αγνοούμενος (Savnet) του Michael Katz Krefeld (μτφ. Λ. Καλοβυρνάς),

Ψυχογιός 2016

 

Ο Μίκαελ Κατζ Κρέφελ έκανε το ντεμπούτο του στη δανική αστυνομική λογοτεχνία το 2007. Έχει γράψει 11 βιβλία, 5 από τα οποία έχουν πρωταγωνιστή τον Τόμας Ραόυνσχολντ, και το «Ο αγνοούμενος» είναι το δεύτερο αυτής της σειράς.

Ο Ραόυνσχολντ, γνωστότερος ως Ράουν, είναι πρώην ντετέκτιβ της Αστυνομίας. Εγκατέλειψε τη δουλειά του όταν δολοφονήθηκε από άγνωστο δράστη η σύντροφός του, Εύα, και από τότε ασχολείται ευκαιριακά ως ιδιωτικός ερευνητής, προσπαθώντας, ταυτόχρονα, να βρει τον δολοφόνο της.

Κοπεγχάγη, 2104: Ο Μόενς Σλότσχολμ, λογιστής σε μία μεγάλη εταιρεία, κλέβει από το χρηματοκιβώτιο  μισό εκατομμύριο κορώνες και διαφεύγει στο Βερολίνο. Από τότε χάνονται τα ίχνη του. Έξι μήνες μετά τη  εξαφάνιση και τις άκαρπες προσπάθειες της αστυνομίας, η αδελφή του, Λουίσε, απεγνωσμένη, έρχεται σε επαφή με τον Ράουν προσπαθώντας να τον πείσει να αναλάβει την υπόθεση. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του, ο Ράουν αποφασίζει τελικά να την βοηθήσει και μετά από μία αρχική έρευνα ταξιδεύει μαζί της, σε μία τελευταία προσπάθεια, στο Βερολίνο. Εκεί ανακαλύπτουν ότι έχουν εξαφανιστεί μυστηριωδώς και άλλοι ξένοι, οι οποίοι βρέθηκαν αργότερα πνιγμένοι.

Καθώς σιγά σιγά συγκεντρώνονται τα κομμάτια του παζλ, η έρευνα οδηγεί τον Ράουν και τη Λουίσε σε μια δραματική υπόθεση, σχεδόν 25 χρόνια πριν, στην οποία εμπλεκόταν ένας πράκτορας της Στάζι.

Βερολίνο 1989, λίγους μήνες πριν την πτώση του Τείχους: Ο συνταγματάρχης της Στάζι,  Έρχαρντ Χάουσερ, διευθύνει το «τμήμα Ζ» της Υπηρεσίας, το οποίο «τακτοποιεί» υποθέσεις αντιφρονούντων, με τρόπους που η ανώτατη ηγεσία δεν γνωρίζει και δεν θέλει να γνωρίζει. Ο Χαόυσερ βασανίζει και σκοτώνει, πολλές φορές με τα ίδια του τα χέρια, κρατουμένους, των οποίων ο θάνατος αποδίδεται επισήμως σε ασθένεια ή ατυχήματα. Ενώ ο χρόνος έχει αρχίσει να μετρά αντίστροφα για την πτώση του καθεστώτος, ο Χάουσερ βάζει σκοπό να καταστρέψει με κάθε μέσον την οικογένεια του Κρίστοφ Σούμαν, επιφανούς στελέχους της Κρατικής Τράπεζας, ο οποίος σχεδιάζει να διαφύγει στη Δυτική Γερμανία.

Η κατάσταση στην Ανατολική Γερμανία και ιδιαίτερα οι δραστηριότητες της Στάζι, αλλά και το τείχος του Βερολίνου, έχουν αποτελέσει θέμα μεγάλου αριθμού μυθιστορημάτων καθώς και κινηματογραφικών ταινιών.

Για τα (λίγο-πολύ γνωστά) ιστορικά γεγονότα, τα οποία αποτελούν το φόντο του μυθιστορήματος, μπορούμε να αναφέρουμε πολύ συνοπτικά τα εξής:

Στη διάσκεψη των ηγετών των Συμμάχων στο Πότσνταμ (17 Ιουλίου με 2 Αυγούστου 1945), μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, αποφασίστηκε ο χωρισμός της Γερμανίας και του Βερολίνου σε τέσσερις (σοβιετική, αμερικανική, βρετανική, γαλλική) ζώνες κατοχής μέχρι την αποκατάσταση της σταθερότητας στη χώρα. Αν και επισήμως προβλεπόταν η μελλοντική επανένωση της Γερμανίας, τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, το 1949, δημιουργήθηκαν δύο χωριστά κράτη: η Ανατολική, επίσημα Λαϊκή  Δημοκρατία της Γερμανίας – ΛΔΓ (Deutsche Demokratische Republik – DDR), η οποία περιλάμβανε τη σοβιετική ζώνη κατοχής και, παράλληλα, η Δυτική, επίσημα Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Bundesrepublik Deutschland – BRD) που περιλάμβανε τις ζώνες κατοχής των Δυτικών Συμμάχων.

Παράλληλα με τη δημιουργία των δύο χωρών έγινε και ο αντίστοιχος διαχωρισμός του Βερολίνου σε «Ανατολικό» (ο μέχρι τότε σοβιετικός τομέας της πόλης), πρωτεύουσα της ΛΔΓ παρά τις διαφωνίες των υπόλοιπων πρώην Συμμάχων, και σε «Δυτικό» (οι υπόλοιποι τρείς τομείς).

Μέχρι το 1961 οι κάτοικοι του Ανατολικού Βερολίνου μπορούσαν, ουσιαστικά χωρίς εμπόδια, να πηγαίνουν στον δυτικό τομέα της πόλης. Ωστόσο, λόγω ακριβώς της ευκολίας μετακίνησης, υπήρχε ένα αυξανόμενο ρεύμα φυγής πολιτών που διαφωνούσαν με το καθεστώς, από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία, μέσω του Βερολίνου. Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια αυτών των 12 χρόνων περίπου 3 εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί διέφυγαν προς τη «Δύση», γεγονός που προκαλούσε σημαντικά οικονομικά, αλλά και πολιτικά προβλήματα στη ΛΔΓ.

Μέσα στις γενικότερες συνθήκες κλιμακούμενης έντασης μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης, και ενώ οι Δυτικοί, τόσα χρόνια μετά τη λήξη του Πολέμου, δεν υπέγραφαν συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία για να αποφύγουν να αναγνωρίσουν τη ΛΔΓ, οι ηγέτες των χωρών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας ζήτησαν από την Ανατολικογερμανική κυβέρνηση να εξασφαλίσει αποτελεσματικό έλεγχο των συνόρων και προστασία του Ανατολικού Βερολίνου. Το αίτημα έγινε αποδεκτό και από τα ξημερώματα της 13ης Αυγούστου 1961 τοποθετήθηκαν συρματοπλέγματα απαγορεύοντας την ελεύθερη επικοινωνία μεταξύ των δύο τομέων της πόλης.

Τις επόμενες ημέρες τα συρματοπλέγματα αντικαταστάθηκαν από τσιμεντένιο τείχος, το γνωστό Τείχος του Βερολίνου (Berliner Mauer), κατά μήκος του οποίου (στην ανατολική πλευρά) υπήρχε μία ελεγχόμενη από φρουρούς ζώνη με παρατηρήτρια, φυλάκια και εμπόδια για αυτοκίνητα. Κατά τα 28 χρόνια ύπαρξης του Τείχους αρκετοί άνθρωποι (ο αριθμός υπολογίζεται από 80 έως 150)[1] σκοτώθηκαν προσπαθώντας να διαφύγουν στο Δυτικό Βερολίνο.

Το Τείχος («αντιφασιστικό τείχος προστασίας»-Antifaschistischer Schutzwall κατά τους Ανατολικογερμανούς και «τείχος του αίσχους»-Schandmauer για τους Δυτικούς) αποτελούσε ένα φυσικό και πολιτικο-ιδεολογικό σύνορο, το σύμβολο όχι μόνο μιας διχοτομημένης ιστορικής πόλης στην καρδιά της ευρωπαϊκής ηπείρου αλλά και γενικότερα του διαχωρισμού Ανατολικού και Δυτικού κόσμου.

Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 οι σημαντικές αλλαγές στη Σοβιετική Ένωση και σε άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες είχαν ως αποτέλεσμα ραγδαίες εξελίξεις, οι οποίες επηρέασαν, αν και με καθυστέρηση, την Ανατολική Γερμανία. Χιλιάδες πολίτες της χώρας εκμεταλλεύθηκαν το άνοιγμα των συνόρων της Ουγγαρίας με την Αυστρία τον Μάιο του 1989, βρίσκοντας έτσι δρόμο διαφυγής προς τη Δύση. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου δημιουργείται εκρηκτική κατάσταση με τις όλο και πιο μαζικές αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις και στις 4 Νοεμβρίου η κυβέρνηση παραιτείται. Πέντε ημέρες αργότερα, το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου, ανοίγουν οι πύλες σε ένα μεθοριακό φυλάκιο και ακολουθούν και άλλα. Είναι η αρχή της πτώσης του Τείχους και της διαδικασίας για την επανένωση της Γερμανίας που θα ολοκληρωθεί στις 3 Οκτωβρίου 1990.

Το «Υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας» (Ministerium für Staatssicherheit, MfS) ή «Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας» (Staatssicherheitsdienst, SSD), γνωστή ως Στάζι, ιδρύθηκε στην ΛΓΔ τον Φεβρουάριο του 1950 και διαλύθηκε τον Ιανουάριο του 1990. Η Στάζι είχε σκοπό την παρακολούθηση των πολιτών της χώρας και την καταπολέμηση οποιασδήποτε μορφής αντιπολίτευσης, καθώς και την κατασκοπεία σε ξένες χώρες. Θεωρείται ως μία από τις πιο αποτελεσματικές υπηρεσίες ασφαλείας και πληροφοριών κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Ανώτατος Διοικητής της Στάζι ήταν, από το 1957 μέχρι τη διάλυσή της, το 1989, ο στρατηγός Έριχ Μίλκε (Erich Fritz Emil Mielke) (βλ. και αναφορά στο βιβλίο, σελ. 13). Ο Μίλκε δικάστηκε και καταδικάστηκε μετά την επανένωση, αλλά αποφυλακίστηκε σύντομα για λόγους υγείας και πέθανε το 2000.

Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας αποκαλύφθηκε ότι η Στάζι είχε σχεδόν 90,000 υπαλλήλους, ενώ είχε αναπτύξει ένα τεράστιο δίκτυο από περίπου 300,000 πληροφοριοδότες και είχε δημιουργήσει φακέλους για περισσότερους από 5 εκατομμύρια πολίτες. Σχεδόν όλα τα αρχεία της Στάζι διασώθηκαν και  τη διαχείρισή τους ανέλαβε, μετά την επανένωση της Γερμανίας, ειδική επιτροπή[2].

Ο Κατζ αντλεί από το «πλούσιο», ζοφερό παρελθόν της Στάζι και δημιουργεί έναν αποκρουστικό χαρακτήρα, τον οποίο αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη αυστηρότητα: ο Χάουσερ είναι ο «κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση», αφού όχι μόνο έχει απόλυτη πίστη στο σύστημα που υπηρετεί, αλλά είναι ουσιαστικά ένας σαδιστής δολοφόνος (έχει, μάλιστα, επινοήσει δικούς του τρόπους «ανάκρισης» και εξόντωσης των θυμάτων του), ο οποίος εκμεταλλεύεται την εξουσία που του δίνει η θέση του για να βασανίζει και να δολοφονεί χωρίς να υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του.

Οι δύο ιστορίες, της εξαφάνισης του Σλότσχολμ και της δράσης του Χάουσερ, είναι αρκετά ενδιαφέρουσες, όπως και ο τρόπος με τον οποίο σχετίζονται, ο οποίος, όμως, γίνεται φανερός στον αναγνώστη σχετικά νωρίς.

Το «Ο αγνοούμενος» είναι ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα που, όσον αφορά στη δεύτερη ιστορία, περιγράφει αρκετά πειστικά το κλίμα, τις ελπίδες και την ένταση της εποχής στο Ανατολικό Βερολίνο, αλλά και τον φόβο που προκαλούσε η Στάζι, ένας μηχανισμός αστυνόμευσης του οποίου η απειλητική παρουσία ήταν αισθητή σε όλη την ανατολικογερμανική κοινωνία.

 

 

[1] Βλ. π.χ. http://www.chronik-der-mauer.de/178924/todesopfer-an-der-berliner-mauer

[2] Βλ. και https://www.bstu.de

 

ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΠΕΛΦΑΣΤ

Neville

Τα φαντάσματα του Μπέλφαστ (The ghosts of Belfast) του Stuart Neville (μτφ. Β. Τζανακάρη), Μεταίχμιο Pocket 2015

Είναι το πρώτο βιβλίο του Ιρλανδού συγγραφέα Στιούαρτ Νέβιλ και κυκλοφόρησε το 2009.

Ο πρωταγωνιστής, ο Τζέρι Φέγκαν, είναι ένας πρώην εκτελεστής του IΡA (Irish Republican Army, Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός), στον οποίο συμμετείχε από νεαρή ηλικία, αντιδρώντας στην καταπίεση και τις διακρίσεις σε βάρος των Καθολικών στη Βόρεια Ιρλανδία. Ένας σκοτεινός, βασανισμένος χαρακτήρας, στα όρια της παράνοιας, στοιχειωμένος από τα φαντάσματα δώδεκα ανθρώπων που έχει σκοτώσει, ακολουθώντας εντολές των ανωτέρων του. Προσπαθεί, χωρίς αποτέλεσμα, να πνίξει τις ενοχές του στο αλκοόλ, και πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος για να σταματήσει το μαρτύριό του και να βρει τη γαλήνη, είναι να σκοτώσει αυτούς που τον έπεισαν να δολοφονήσει τα θύματά του. Με κάθε φόνο που κάνει, ένα από τα φαντάσματα που απαιτούν εκδίκηση εξαφανίζεται και το επόμενο παίρνει τη θέση του.

Μετά τους δύο πρώτους φόνους η κατάσταση περιπλέκεται, αφού αυτοί που γνωρίζουν το παρελθόν του Φέγκαν υποψιάζονται ότι αυτός είναι ο ένοχος και θέλουν να τον σταματήσουν πριν η δράση του φέρει στην επιφάνεια υποθέσεις με μεγάλο πολιτικό αντίκτυπο και βάλει σε κίνδυνο την εύθραυστη ειρήνη που έχει επιτευχθεί στη Βόρεια Ιρλανδία. Παλιοί συμμαχητές του και νυν φιλόδοξοι πολιτικοί και αντίπαλοί του, καθώς και πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών, αρχίζουν ένα ανθρωποκυνηγητό με στόχο τον Φέγκαν. Και αυτός  πρέπει όχι μόνο να συνεχίσει την πορεία του προς την εξιλέωση, αλλά και να προστατεύσει τους δύο μοναδικούς ανθρώπους που αγαπά και τώρα κινδυνεύουν από τους διώκτες του.

Καθώς η υπόθεση εξελίσσεται, οι αναγνώστες έρχονται σε επαφή με γεγονότα από τη σύνθετη ιστορία της Βόρειας Ιρλανδίας, όπως τα βλέπει ο συγγραφέας, τα οποία αποτελούν τον καμβά του μυθιστορήματος.

Οι «Ταραχές» («The Troubles»), όπως είναι γνωστή η βίαιη σύγκρουση (που περιγράφεται και ως πόλεμος) στη  Βόρεια Ιρλανδία μεταξύ των «Ενωτικών» (ή «νομιμοφρόνων» – «Unionists», «Loyalists»), κυρίως Προτεσταντών, και των «Δημοκρατικών» (ή «εθνικιστών» – «Republicans», «Nationalists»), στη μεγάλη πλειοψηφία τους Καθολικών, άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τελείωσαν ουσιαστικά το 1998. Αντικείμενο της πολιτικής αυτής σύγκρουσης, η οποία είχε και εθνοτική/θρησκευτική διάσταση, ήταν το συνταγματικό καθεστώς της Βόρειας Ιρλανδίας και η σχέση μεταξύ των δύο κύριων κοινοτήτων. Οι μεν «Ενωτικοί» επεδίωκαν να παραμείνει η Βόρεια Ιρλανδία στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι δε «Δημοκρατικοί» είχαν στόχο να αποχωρήσει από αυτό και να ενωθεί με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.

Οι ρίζες αυτής της αντιπαλότητας συνδέονται με την ιστορία της Ιρλανδίας και φτάνουν πολύ πίσω στον χρόνο, στη βρετανική εισβολή στο νησί κατά τα τέλη του 12ου αιώνα. Οι εξεγέρσεις των Ιρλανδών ενάντια στην κυριαρχία των Άγγλων και στην προσπάθεια των τελευταίων να επιβάλλουν τον προτεσταντισμό είναι συχνές, κυρίως από τον 14ο αιώνα και μετά. Το 1801 καταργείται το ιρλανδικό κοινοβούλιο και η Ιρλανδία γίνεται μέρος του νέου τότε Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας.

Μετά την Εξέγερση του Πάσχα το 1916 και τον Ιρλανδικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (1919-1921), αναγνωρίζεται με την Αγγλο-ιρλανδική Συνθήκη ως ανεξάρτητο, ελεύθερο κράτος (εντός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας) το μεγαλύτερο μέρος της χώρας στον Νότο, ενώ το βορειοανατολικό τμήμα της, έξι κομητείες γνωστές ως Βόρεια Ιρλανδία, παραμένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι σε αυτή την περιοχή, το Όλστερ, είχε εγκατασταθεί ήδη από τον 17ο αιώνα μεγάλος αριθμός Άγγλων και Σκωτσέζων, προτεσταντών  εποίκων και μεταναστών, οι οποίοι παρέμεναν πάντα πιστοί στους Βρετανούς βασιλείς. Οι «πολιτικοθρησκευτικές» συγκρούσεις, οι διακρίσεις και η καταπίεση των καθολικών χρονολογούνται στο Όλστερ ήδη από εκείνη την εποχή.

Ο IΡA ιδρύθηκε ως ένοπλη στρατιωτική οργάνωση τον Ιανουάριο του 1919, με στόχους την ίση μεταχείριση προτεσταντών και καθολικών, την πλήρη ανεξαρτησία της Βόρειας Ιρλανδίας από τη Μεγάλη Βρετανία και, τελικά, την ενσωμάτωσή της στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Μετά τη λήξη του Πολέμου της Ανεξαρτησίας ένα μέρος της οργάνωσης, οι «Άτακτοι» (The Irregulars), απέρριψε τη συμφωνία ως μη ικανοποιητική και θεωρούσε ότι έπρεπε να συνεχιστεί ο ένοπλος αγώνας. Αυτοί που συμφωνούσαν με την αγγλοϊρλανδική συνθήκη δημιούργησαν τον τακτικό στρατό του Ελεύθερου Ιρλανδικού Κράτους (Irish Free State Army), ο οποίος επικράτησε του «στρατού των Ατάκτων» στον σύντομο αλλά σφοδρό εμφύλιο που ακολούθησε (1922-1923). Ωστόσο, ο IΡA δεν διαλύθηκε ούτε παρέδωσε τα όπλα, αν και κηρύχθηκε παράνομος αρκετές φορές κατά τα επόμενα χρόνια.

Το 1948 η Δημοκρατία της Ιρλανδίας ανεξαρτητοποιείται πλήρως, αποχωρώντας από τη Βρετανική Κοινοπολιτεία, και οι δραστηριότητες του IΡA στρέφονται στη βόρεια περιοχή η οποία εξακολουθεί να αποτελεί μέρος της Μεγάλης Βρετανίας.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, περίοδο σημαντικών γεγονότων διεθνώς (Μάης ’68, Άνοιξη της Πράγας, Κίνημα για Πολιτικά Δικαιώματα στις ΗΠΑ), δημιουργούνται από τους καθολικούς του Όλστερ ομάδες για την κατοχύρωση και υπεράσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων, με σημαντικότερη την «Βορειοϊρλανδική Ένωση για τα Πολιτικά Δικαιώματα» (Northern Ireland Civil Rights Association, NICRA), οι οποίες στηρίζονται ενεργά από τον ΙΡΑ.

Στις 12 Αυγούστου 1969, μία παρέλαση των Loyalists στο Ντέρυ (όπου η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων είναι καθολικοί) καταλήγει σε ένα διήμερο συγκρούσεων μεταξύ των Εθνικιστών και της Βασιλικής Χωροφυλακής του Όλστερ (Royal Ulster Constabulary, RUC). Τα γεγονότα, γνωστά ως «η μάχη του Μπόγκσαϊντ», από το όνομα της περιοχής των καθολικών όπου διαδραματίσθηκαν, πυροδοτούν ταραχές στο Μπέλφαστ και σε άλλες πόλεις, με αποτέλεσμα να σταλεί ο βρετανικός στρατός για να «αποκαταστήσει την τάξη». Αυτή είναι η αρχή των «Ταραχών».

Ο IΡA στη Βόρεια Ιρλανδία («Προσωρινός IΡA», Provisional IRA) αρχικά έχει ως στόχο την προστασία των καθολικών περιοχών από τη Χωροφυλακή και τις παραστρατιωτικές ομάδες των Ενωτικών (σημαντικότερες ήταν η «Εθελοντική Δύναμη του Όλστερ» – Ulster Volunteer Force, UVF, και η «Αμυντική Ένωση του Όλστερ» – Ulster Defence Association, UDA). Αργότερα αρχίζει ανταρτοπόλεμο εναντίον του Στρατού και της Χωροφυλακής με κύριο στόχο τη διαπραγμάτευση για απόσυρση των Βρετανών από τη Βόρεια Ιρλανδία.

Κατά τη δεκαετία του 1970 η κατάσταση κλιμακώνεται με συχνές συγκρούσεις στο Μπέλφαστ και το Ντέρυ, αύξηση των βομβιστικών επιθέσεων σε δημόσιους χώρους και από τις δύο πλευρές, εγκατάσταση συρματοπλεγμάτων και ανέγερση τοίχων σε περιοχές του Μπέλφαστ ώστε να μην είναι δυνατή η επαφή μεταξύ των περιοχών «Δημοκρατικών» και «Ενωτικών».

Στις 30 Ιανουαρίου 1972 (ημέρα γνωστή πια ως «Ματωμένη Κυριακή» – Bloody Sunday) η ένταση παίρνει δραματικές διαστάσεις όταν Βρετανοί αλεξιπτωτιστές ανοίγουν πυρ εναντίον Καθολικών που διαδήλωναν για τα πολιτικά δικαιώματα στο Ντέρυ, με τελικό απολογισμό 14 νεκρούς και 13 τραυματίες[1]. Στις 21 Ιουλίου του ίδιου χρόνου («Ματωμένη Παρασκευή») εκρήγνυνται στο Μπέλφαστ περισσότερες από 20 βόμβες, τοποθετημένες από τον ΙΡΑ, που προκαλούν 9 θανάτους και πολλούς τραυματισμούς. Τα επόμενα χρόνια, παρά τις ειρηνευτικές προσπάθειες και τις διαπραγματεύσεις, η βία, οι βομβιστικές επιθέσεις και οι ακρότητες συνεχίζονται και από τις δύο πλευρές.

To 1976 η βρετανική κυβέρνηση αφαιρεί από τους φυλακισμένους μαχητές του ΙΡΑ την ιδιότητά τους ως «πολιτικών κρατουμένων» (θεωρούνται πλέον «κρατούμενοι κοινού ποινικού δικαίου»), με αποτέλεσμα διάφορες μορφές διαμαρτυρίας που κορυφώνονται με απεργίες πείνας κατά την περίοδο 1980-1981. Η ανυποχώρητη στάση της πρόσφατα εκλεγμένης πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ (Margaret Thatcher) οδηγεί στον θάνατο 10 απεργούς μεταξύ των οποίων και ο ηγέτης τους Μπόμπυ Σαντς (Robert Gerard Sands), ο οποίος είχε εκλεγεί μέλος της βρετανικής Βουλής ένα μήνα πριν, ενώ ήταν φυλακισμένος.

Οι μακρόχρονες ειρηνευτικές προσπάθειες συνεχίζονται παρά τα πολλά αιματηρά γεγονότα που μεσολαβούν (βομβιστικές επιθέσεις του ΙΡΑ στο Συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος στο Μπράιτον το 1984 και αργότερα στο Λονδίνο, δολοφονίες και από τις δύο πλευρές στη Βόρεια Ιρλανδία, εκτέλεση τριών μελών του ΙΡΑ από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες στο Γιβραλτάρ κλπ.) και μετά από πολλές αποτυχίες οδηγούν στη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής» ή «Συμφωνία του Μπέλφαστ» (Good Friday Agreement ή Belfast Agreement) στις 10 Απριλίου 1998. Η συμφωνία επικυρώνεται με δημοψηφίσματα που διεξάγονται ταυτόχρονα σε Νότια και Βόρεια Ιρλανδία και από τότε έχει υποστεί τροποποιήσεις και βελτιώσεις.

Στις 28 Ιουλίου 2005 ο ΙΡΑ διακηρύττει επίσημα το τέλος του ένοπλου αγώνα και παροπλίζεται, όπως και οι κύριες παραστρατιωτικές οργανώσεις των Loyalists, η UVF και η UDA. Από τις εκλογές του 2007 προέκυψε κυβέρνηση με τα δύο βασικά κόμματα, το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (Democratic Unionist Party, DUP) των ενωτικών και το Σιν Φέιν (Sinn Féin, SF), ιστορικά συνδεδεμένο με τον ΙΡΑ.

Η γενική γνώση της ταραγμένης ιστορίας της Βόρειας Ιρλανδίας διευκολύνει τους αναγνώστες να κατανοήσουν τα ιστορικά και πολιτικά ζητήματα που σχετίζονται στενά με την υπόθεση, όπως και τη στάση του συγγραφέα, δεν είναι όμως προϋπόθεση για να διαβάσει κάποιος το βιβλίο.

Ο Νέβιλ προσφέρει ένα μυθιστόρημα στο οποίο καθρεφτίζεται η πολύπλοκη σύγχρονη ιστορία της Βόρειας Ιρλανδίας και απεικονίζει παραστατικά και με πειστικό τρόπο μία κοινωνία με νωπά ακόμη τραύματα που φαίνεται να έχει αποδεχθεί μία υποκριτική ειρήνη γιατί απλώς είναι η καλύτερη από τις άλλες υπαρκτές λύσεις, ενώ αντιμετωπίζει με κατανόηση και χωρίς συναισθηματισμούς τους σύνθετους, πολυεπίπεδους χαρακτήρες του.

 

 

[1] Η ευθύνη για την έναρξη των πυροβολισμών που είχαν ως αποτέλεσμα την αιματοχυσία αποτέλεσε επίμαχο θέμα στη βρετανική πολιτική σκηνή επί 40 σχεδόν χρόνια. Το 1998 δημιουργήθηκε από την κυβέρνηση του Τόνι Μπλερ (Tony Blair) επιτροπή με πρόεδρο τον δικαστή Mark Saville (Baron Saville of Newdigate) για να ερευνήσει το θέμα. Το 2010 δόθηκε στη δημοσιότητα το τελικό πόρισμα της Επιτροπής, σύμφωνα με το οποίο οι Βρετανοί αλεξιπτωτιστές άρχισαν να πυροβολούν τους άοπλους διαδηλωτές, «οι οποίοι δεν αποτελούσαν απειλή για πρόκληση θανάτου ή σοβαρού τραυματισμού», και έδρασαν έτσι «χάνοντας τον αυτοέλεγχό τους, ξεχνώντας ή αγνοώντας τις οδηγίες που είχαν και όσα είχαν μάθει κατά την εκπαίδευσή τους» (βλ. και https://www.bbc.com/news/10319881). Με μία ιστορική ομιλία του στη Βουλή των Κοινοτήτων ο τότε πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον (David Cameron) ζήτησε δημόσια συγγνώμη για τα γεγονότα της «Ματωμένης Κυριακής» (βλ. και https://www.bbc.com/news/10322295).

 

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

paidi apo ti germania

Το παιδί από τη Γερμανία (Tyskungen) της Camilla Läckberg (μτφ. Γρ. Κονδύλης), Μεταίχμιο 2013
Είναι το πέμπτο βιβλίο της Λέκμπεργ με κεντρικούς χαρακτήρες τη συγγραφέα Ερίκα Φαλκ και τον αστυνομικό, σύζυγό της πια, Πάτρικ Χέντσρεμ.
Το μυθιστόρημα αρχίζει ουσιαστικά από το σημείο που τελειώνει το προηγούμενο («Σε ζωντανή μετάδοση»), όταν η Ερίκα ανακαλύπτει τυχαία σε ένα μπαούλο στη σοφίτα του σπιτιού τα ημερολόγια της νεκρής μητέρας της από τα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μαζί με ένα ναζιστικό μετάλλιο και το ματωμένο ρούχο ενός μωρού.

Τα ημερολόγια είναι γεμάτα με ιστορίες για τους στενούς φίλους της μητέρας της εκείνα τα χρόνια: τον Έρικ, που είναι πια συνταξιούχος καθηγητής ιστορίας, τον αδελφό του Άξελ που είχε λάβει μέρος στη νορβηγική Αντίσταση και τώρα προσπαθεί να εντοπίσει ναζί εγκληματίες πολέμου, τον Φρανς, του οποίου ο πατέρας συνεργαζόταν με τους Γερμανούς, ενώ ο ίδιος είναι ηγετική μορφή των νεοναζί, και την Μπρίτα που τότε ήταν ερωτευμένη με τον Φρανς.

Η Ερίκα αποφασίζει να συμβουλευτεί τον Έρικ, ειδικό για την περίοδο του Πολέμου, σχετικά με τα ευρήματά της, αλλά μετά από λίγες ημέρες ο ιστορικός δολοφονείται άγρια στο σπίτι του.

Το ενδιαφέρον της αστυνομικής έρευνας στρέφεται σε κύκλους νεοναζί, λόγω της έντονης αντιπαλότητας που είχαν με τον νεκρό καθηγητή, αλλά η υπόθεση περιπλέκεται όταν βρίσκεται νεκρή και η Μπρίτα.
Η Ερίκα και ο Πάτρικ εμπλέκονται στην έρευνα, αφού και τα δύο θύματα ήταν στενοί φίλοι της μητέρας της, για να βρουν το κίνητρο των δολοφονιών που φαίνεται να έχουν σχέση με τρομερά και καλά κρυμμένα μυστικά του παρελθόντος.

Όπως έχουμε δει και σε άλλες αναρτήσεις (σχετικά με βιβλία των Μάνκελ, Νταλ και Νέσμπε), η ιστορία των σκανδιναβικών χωρών (και ειδικότερα της Σουηδίας) κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελεί προσφιλές θέμα για αρκετούς από τους πιο γνωστούς συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας, και σε αυτούς έρχεται να προστεθεί, με το «Παιδί από τη Γερμανία», και η λιγότερο «πολιτική» Λέκμπεργ. Στο βιβλίο υπάρχουν αναφορές στην οικονομική συνεργασία με τους Γερμανούς και στον αντισημιτισμό στη Σουηδία, αλλά και στη βοήθεια που παρείχαν κάποιοι Σουηδοί στη νορβηγική Αντίσταση. Και εδώ, όπως στα βιβλία που αναφέρθηκαν πιο πάνω, συνδέεται το φιλοναζιστικό παρελθόν με την ανάπτυξη νεοναζιστικών κινήσεων στο παρόν.

Η Λέκπμεργ αναφέρεται στο θέμα της οικονομικής συνεργασίας με τους Γερμανούς κατά τον Πόλεμο, μέσα από τις δραστηριότητες του Βίλγκοτ, πατέρα του Φρανς (βλ. π.χ. σ. 196-197), δίνοντας βάρος όχι στις μεγάλες βιομηχανίες και τις ανώτερες τάξεις, αλλά στις μικρές επιχειρήσεις και στα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου υπήρχαν στη Σουηδία 130 μεγάλες επιχειρήσεις, ή όμιλοι επιχειρήσεων, οι οποίες ήταν παραρτήματα ή θυγατρικές γερμανικών (AEG, Krupp, Siemens κλπ.) και άλλες που χρηματοδοτούνταν από γερμανικές εταιρείες ή Γερμανούς επιχειρηματίες, ενώ περισσότερες από 170 σουηδικές επιχειρήσεις σχετίζονταν άμεσα με γερμανικά συμφέροντα (π.χ. Telefunken Gesellschaft)[1].

Παράλληλα, μικρότερες επιχειρήσεις και παραγωγοί σε τοπική κλίμακα, όπως ο Βίλιγκοτ στο βιβλίο, απασχολούμενοι κυρίως στον πρωτογενή τομέα παραγωγής, είχαν εμπορικές σχέσεις με Γερμανούς.

Σχετικά με τον αντισημιτισμό και τη στάση της Σουηδίας απέναντι στους πρόσφυγες έχουμε ήδη αναφερθεί στις αναρτήσεις για τους Μάνκελ και Νταλ. Θυμίζουμε ότι η σουηδική κυβέρνηση είχε κρατήσει αρχικά επιφυλακτική στάση απέναντι στα ναζιστικά εγκλήματα κατά των Εβραίων και είχε ακολουθήσει περιοριστική πολιτική σε σχέση με τους πρόσφυγες. Μετά την ένταση των διωγμών στις γειτονικές χώρες, κατέφυγαν στη Σουηδία Εβραίοι από τη Φινλανδία και τη Νορβηγία, καθώς και 7000 από τη Δανία, ενώ χάρη σε προσπάθειες Σουηδών διπλωματών, με πιο γνωστό τον Ραούλ Βάλενμπεργ (Raoul Wallenberg), σώθηκαν χιλιάδες Ούγγροι Εβραίοι. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου οι περιουσίες αρκετών Εβραίων ιδιοποιήθηκαν και εκμεταλλεύθηκαν από Σουηδούς. Γι’ αυτό το θέμα δημιουργήθηκε το 1997 από τη σουηδική κυβέρνηση η Επιτροπή για τα εβραϊκά κεφάλαια κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Λέκμπεργ δίνει και μία άλλη εικόνα της χώρας της κατά την περίοδο του Πολέμου με την αναφορά της στους Σουηδούς που βοήθησαν στη νορβηγική Αντίσταση και στο τίμημα που πλήρωσαν γι’ αυτό, μέσα από την ιστορία του Άξελ. Η Σουηδία παρείχε, ιδιαίτερα από το 1943 και μετά, στρατιωτική εκπαίδευση και εφόδια στη νορβηγική Αντίσταση σε στρατόπεδα που λειτουργούσαν κατά μήκος των σουηδονορβηγικών συνόρων και παρουσιάζονταν σαν στρατόπεδα εκπαίδευσης αστυνομικών. Υπολογίζεται ότι μέχρι το 1944 περίπου 8.000 Νορβηγοί είχαν εκπαιδευτεί στη Σουηδία[2].

Στο βιβλίο, ο Άξελ, που μετέφερε πληροφορίες στους αντιστασιακούς Νορβηγούς, συλλαμβάνεται, κρατείται και βασανίζεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Γκρίνι (Grini). Το στρατόπεδο, που βρισκόταν 15 χιλιόμετρα μακριά από το Όσλο, λειτούργησε από το 1941 έως τον Μάιο του 1945 υπό τα Ες Ες και τη Γκεστάπο και χρησιμοποιήθηκε κυρίως για Νορβηγούς κρατούμενους (πολιτικούς, πανεπιστημιακούς και διανοούμενους, αλλά και ποινικούς), ενώ είχε «φιλοξενήσει» και Σοβιετικούς αιχμαλώτους. Υπολογίζεται ότι μέχρι το τέλος του πολέμου περίπου 19.000 άνθρωποι είχαν κρατηθεί στο στρατόπεδο.

Στο «Παιδί από τη Γερμανία», η Λέκμπεργ ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις συνέπειες που είχε το παρελθόν της Σουηδίας κατά τον Πόλεμο στις διαπροσωπικές σχέσεις. Αν και ασχολείται, ως συνήθως, και με την οικογενειακή ζωή της Ερίκα και του Πάτρικ, όπως και τις ζωές των αστυνομικών συναδέλφων του τελευταίου, η πλοκή είναι σφιχτοδεμένη και ενδιαφέρουσα, όπως και ο τρόπος αφήγησης, και κατορθώνει να συνδυάσει επιδέξια την υπόθεση των φόνων που διαδραματίζονται στο παρόν με την ιστορία του παρελθόντος κατά την περίοδο 1943-1945. Προσφέρει, έτσι, στους αναγνώστες ένα από τα καλύτερα, και σαφώς το πιο «πολιτικό», βιβλία της.

 

[1] Βλ. https://www.archives.gov/research/holocaust/finding-aid/civilian/rg-84-sweden.html

[2] Βλ. http://www.nuav.net/police.html

 

 

ΦΥΓΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΠΕΓΧΑΓΗ

exofyllo_Hergel_exofyllo_TULAYEF.qxd

Φυγάς στην Κοπεγχάγη (Flygtningen) του Olav Hergel (μτφ. Σ. Σουλιώτης), Θύραθεν 2019

Το Φυγάς στην Κοπεγχάγη είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Δανού δημοσιογράφου και συγγραφέα Olav Hergel. Ο Hergel είναι ιδιαίτερα γνωστός στη χώρα του για την κάλυψη μεταναστευτικών και προσφυγικών θεμάτων. Επί 18 χρόνια εργαζόταν στην εφημερίδα Berlingske Tidende, και από το 2005 στην Politiken. Το 2006 έλαβε το βραβείο Cavling μαζί με τη φωτογράφο Miriam Dalsgaard για μια σειρά ρεπορτάζ σχετικά με τα κέντρα προσφύγων στη Δανία.

 Η Ρίκε Λύνγκνταλ, ανταποκρίτρια της εφημερίδας «Πρωινή Δανίας» στο Ιράκ, πέφτει θύμα απαγωγής από μία ομάδα Ιρακινών μαχητών. Η υπόθεση παίρνει μεγάλες διαστάσεις όταν παρουσιάζεται σε διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα βίντεο, στο οποίο οι απαγωγείς απειλούν ότι θα την εκτελέσουν αν η δανική κυβέρνηση δεν ικανοποιήσει τα αιτήματά τους, και κόβουν ένα μέρος από το μικρό δάκτυλό της.

Ο Ναζίρ, ένας νεαρός ιδεαλιστής, μέλος της ομάδας των απαγωγέων, τη βοηθά να ελευθερωθεί και εκείνη, μετά από παράκλησή του για να μην τον υποψιαστούν οι σύντροφοί του, λέει ψέματα ότι απέδρασε μόνη της.

Όταν η Ρίκε επιστρέφει στην Κοπεγχάγη, την υποδέχονται σαν ηρωίδα και γίνεται το «αστέρι» των ΜΜΕ, ενώ η εφημερίδα της αλλά και διάφοροι πολιτικοί εκμεταλλεύονται την περιπέτειά της.

Όμως η υπόθεση παίρνει μια δραματική τροπή όταν ο Ναζίρ αναγκάζεται να εγκαταλείψει το Ιράκ και να πάει στη Δανία για να σωθεί, ελπίζοντας στη βοήθεια της Ρίκε. Τώρα η ηρωίδα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη συνείδησή της, αναγκασμένη να επιλέξει ανάμεσα στη δυσάρεστη αλήθεια και την παροχή βοήθειας στον Ναζίρ από τη μια, και στη φήμη της από την άλλη. Παράλληλα, φιλόδοξοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι συμμετέχουν σε ένα αδυσώπητο ανθρωποκυνηγητό και εμπλέκονται σε ένα παιχνίδι σκοπιμοτήτων, επιδιώκοντας την πολιτική και επαγγελματική επιτυχία και το χρήμα.

Ο Χέργκελ δίνει μια ιδιαίτερα ζωντανή εικόνα για την πολιτική κατάσταση στη χώρα του, και ιδιαίτερα για ένα θέμα που κατέχει πολύ καλά, τις πολιτικές που ακολουθούνται για τη μετανάστευση και το προσφυγικό. Παράλληλα, αναφέρεται σε γενικότερα θέματα όπως ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία και η συμμετοχή της Δανίας σε αυτόν, ενώ κάνει και τις αναπόφευκτες συνδέσεις με το παρελθόν της χώρας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Κατά τη δεκαετία του 1980 αυξάνεται σταδιακά, αν και με διαφορετικούς ρυθμούς για κάθε Σκανδιναβική χώρα, ο αριθμός των προσφύγων. Καθώς πολλοί από αυτούς προέρχονται από μουσουλμανικές χώρες, το ρεύμα προσφύγων και μεταναστών χαρακτηρίζεται «μουσουλμανική εισβολή». Οι εισροές προσφύγων αυξάνονται ακόμη περισσότερο κατά τη δεκαετία του 1990, όχι μόνο από χώρες του «Τρίτου Κόσμου», αλλά και από την Ανατολική Ευρώπη μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και από την τέως Γιουγκοσλαβία λόγω του πολέμου. Εκείνη την εποχή η ξενοφοβία και ο ρατσισμός αρχίζουν να εμφανίζονται ανοικτά στη Δανία, όπως και στις άλλες χώρες της περιοχής, και η ακροδεξιά ενισχύει την παρουσία της.

Το Δανικό Λαϊκό Κόμμα (Dansk Folkeparti) προέκυψε το 1995 ως διάσπαση του Κόμματος Προόδου και παρουσιάζει μια επιτυχημένη πορεία, αφού εκμεταλλεύθηκε τις πολιτικές ανακατατάξεις καθώς και την έντονη προβολή τού μεταναστευτικού θέματος. Η πολιτική του συνδυάζει την ξενοφοβία και τον λαϊκισμό ενάντια στο «πολιτικό κατεστημένο».

Η θέση του ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο αφού τα καθιερωμένα κόμματα το «νομιμοποίησαν», συνεργάστηκαν μαζί του και υιοθέτησαν παρόμοιες πολιτικές θέσεις, όπως είχε συμβεί και με το Κόμμα Προόδου. Για παράδειγμα, η συνεργασία του με την κυβέρνηση των Συντηρητικών-Φιλελευθέρων ήδη από το 2001 είχε ως αποτέλεσμα την αποδοχή βασικών απαιτήσεών του, και κυρίως την εφαρμογή αυστηρών περιορισμών στη μετανάστευση. Σε αυτές τις εκλογές, η μετανάστευση αναδείχθηκε σε κεντρικό θέμα και έπαιξε ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα που σηματοδότησε μια σημαντική στροφή στην πολιτική ζωή της χώρας, αφού ήταν η πρώτη φορά μετά από δεκαετίες που τα δεξιά κόμματα απέκτησαν μια σαφή πλειοψηφία στη Βουλή, με την υποστήριξη του ενισχυμένου Δανικού Λαϊκού Κόμματος. Μετά τις εκλογές του 2015, στις οποίες κατέκτησε τη δεύτερη θέση με 21%, υποστήριξε την κυβέρνηση μειοψηφίας των Φιλελευθέρων, ενώ στις εκλογές του 2019 έχασε το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής του (συγκέντρωσε 8.7%). Ωστόσο, σημαντικό μέρος της πολιτικής του σχετικά με το μεταναστευτικό και το προσφυγικό (επαναφορά ελέγχων στα σύνορα, δυνατότητα κατάσχεσης από την αστυνομία αντικειμένων αξίας από παράτυπους μετανάστες κλπ.) είχε γίνει ουσιαστικά αποδεκτό, όχι μόνο από την κυβέρνηση Ράσμουσεν (Anders Fogh Rasmussen), αλλά και από τη Μέτε Φρέντρικσεν (Mette Frederiksen), επικεφαλής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος το οποίο ηγείται σήμερα της κυβερνητικής συμμαχίας. Άλλωστε, όπως συχνά φροντίζει ο συγγραφέας να μας υπενθυμίζει, «Η μεταναστευτική πολιτική είναι ένα παιχνίδι, όπου όλα τα κόμματα ανταγωνίζονται μεταξύ τους και στο τέλος νικάει το Δανικό Λαϊκό Κόμμα» (σ. 442, βλ. και σ. 32 κλπ.)

Το 2002 η ανακοίνωση της επιβολής αυστηρών περιορισμών στη μετανάστευση από τη νέα κυβέρνηση αποτέλεσε θέμα κριτικής από τα διεθνή ΜΜΕ, αλλά και από την πλευρά της Σουηδίας, γεγονότα που «μεταφέρονται» στο μυθιστόρημα μέσα από την αντιπαράθεση («δανοσουηδικός πόλεμος», σ. 351) του Δανού πρωθυπουργού με τον Σουηδό υπουργό εξωτερικών, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης.

Ιδιαίτερα σοβαρό γεγονός, χαρακτηριστικό των σημαντικών αλλαγών στις μεταναστευτικές πολιτικές των σκανδιναβικών χωρών, είναι ότι τον Ιανουάριο του 2016 η Δανία επέβαλε  ελέγχους στα σύνορα με τη Γερμανία, και το ίδιο έκανε η Σουηδία στη γέφυρα Έρεσουντ, που την ενώνει με τη Δανία και θεωρείται το πιο ορατό σύμβολο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση των αντιμεταναστευτικών – ξενοφοβικών απόψεων στη Δανία έπαιξε το γεγονός ότι ο δημόσιος ρατσιστικός λόγος αποτελεί συχνό και νομικά ανεκτό φαινόμενο, ενώ τα ΜΜΕ αποτέλεσαν, λόγω της απουσίας νομικών περιορισμών, πολύ αποτελεσματικό όχημα για την προπαγάνδιση αντιμεταναστευτικών απόψεων ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Αργότερα, ενισχύθηκαν σημαντικά στο «έργο» τους από το Ίντερνετ και τα κοινωνικά δίκτυα, που συνέβαλαν στην ανάπτυξη του αντισημιτισμού και, κυρίως, της ισλαμοφοβίας, ιδίως μετά την 11η  Σεπτεμβρίου 2001.

Όμως, όπως αναφέραμε, ο Hergel δεν ασκεί μόνο οξεία κριτική στην πολιτική της χώρας του σχετικά με το προσφυγικό, αλλά κάνει και «ενοχλητικές» συνδέσεις αυτής της πολιτικής με γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολύ συνοπτικά[1], η Δανία ήταν η μόνη κατεχόμενη από τους Ναζί ευρωπαϊκή χώρα στην οποία μέχρι το 1943 το κοινοβούλιο λειτουργούσε περίπου όπως πριν από την εισβολή, και οι Δανοί διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο των κεντρικών αρχών και του δικαστικού συστήματος. Στη Δανία η συνεργασία κατά την πρώτη φάση της Κατοχής αποτελεί ένα γεγονός που ήταν δύσκολο να γίνει αποδεκτό, και η ιστορική έρευνα επί πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο το «παρέβλεπε» και έτεινε να εστιάζει το ενδιαφέρον της στο κίνημα Αντίστασης που αναπτύχθηκε μετά το 1943. Μόλις τα τελευταία χρόνια η επιστημονική έρευνα άρχισε να το προσεγγίζει μετά από πολλά χρόνια σιωπής…

Ως μεγαλύτερη επιτυχία της Αντίστασης θεωρείται το ότι κατόρθωσε με μία τεράστια προσπάθεια σε εθνικό επίπεδο να φυγαδεύσει περίπου 7000 Δανούς Εβραίους στη Σουηδία (η οποία τους είχε προσφέρει άσυλο) και να τους γλυτώσει από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτή η εντυπωσιακή επιχείρηση διάσωσης, η οποία αποτελεί ένα μοναδικό επεισόδιο στην ιστορία του Ολοκαυτώματος, τείνει να επισκιάσει οτιδήποτε άλλο στην ιστοριογραφία που αφορά στη Δανία και τη στάση της απέναντι στους Εβραίους. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, ιστορικές έρευνες φανερώνουν ότι ο αντισημιτισμός δεν ήταν τόσο ασυνήθιστος στη χώρα λίγο πριν τον πόλεμο, ενώ αποκαλύπτουν την αυστηρή πολιτική που ακολουθούσε η Δανία απέναντι στους πρόσφυγες από τη Γερμανία και την Ανατολική Ευρώπη ήδη κατά τη δεκαετία του 1930, με την αιτιολογία ότι η είσοδός τους θα μπορούσε να προκαλέσει αντισημιτισμό και να υποκινήσει συμπάθειες προς τους Ναζί. Μάλιστα, κατά την πρώτη περίοδο της Κατοχής 1940-1943 είχαν παραδοθεί στους Γερμανούς 18 Εβραίοι πρόσφυγες. Για το θέμα αυτό, όπως και γενικότερα για την πολιτική της συνεργασίας κυρίως κατά τα πρώτα χρόνια της κατοχής, που αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα θέματα της ιστορίας της χώρας, μία επίσημη απάντηση δόθηκε από τον πρωθυπουργό Ράσμουσεν το 2003, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 60 χρόνων από το τέλος της «κυβέρνησης συνεργασίας με τον κατακτητή». Ο Ράσμουσεν δήλωσε ότι η συνεργασία ήταν «ηθικά  αδικαιολόγητη» και ότι «αν όλοι στην Ευρώπη, αν οι Αμερικανοί και οι Ρώσοι, είχαν σκεφθεί με τον ίδιο τρόπο όπως η δανική κυβέρνηση, τότε ο Χίτλερ θα είχε νικήσει στον πόλεμο». Ζήτησε επίσης συγγνώμη για τις απελάσεις αυτών που «παραδόθηκαν σε μία αβέβαιη μοίρα στη χιτλερική Γερμανία με την ενεργή συνεργασία των δανικών αρχών», και τις χαρακτήρισε «ντροπή και στίγμα στην κατά τα άλλα καλή φήμη της Δανίας», συμπληρώνοντας: «Μία συγγνώμη δεν μπορεί να αλλάξει την ιστορία. Όμως μπορεί να βοηθήσει να αναγνωριστούν ιστορικά λάθη, έτσι ώστε οι τωρινές και οι μελλοντικές γενιές να αποφεύγουν παρόμοια λάθη στο μέλλον». (βλ. https://www.dw.com/en/denmark-apologizes-for-aiding-nazis/a-1573618 ).

Ο Χέργκελ αναφέρεται σε αυτά τα γεγονότα συνδέοντάς τα με την πολιτική της Δανίας στο προσφυγικό. Χρησιμοποιεί μάλιστα σχετικό απόσπασμα από βιβλίο του Βίλγιαλμουρ Έρν Βίλγιαλμσον (Vilhjálmur Örn Vilhjálmsson)[2] : «οι υποθέσεις που ερεύνησα σχετικά με Εβραίους τους οποίους έστειλαν στο θάνατο Δανοί αξιωματούχοι, παρουσιάζουν τρομακτικές ομοιότητες με την κατάσταση των διωκόμενων Ιρανών σήμερα» (σ. 158) και αναρωτιέται «Η έρευνα του Βίλγιαλμουρ Έρν Βίλγιαλμσον έκανε τον πρωθυπουργό να ζητήσει συγγνώμη, αλλά τι ωφελεί η συγγνώμη, αν 65 χρόνια μετά συνεχίζουμε να διαπράττουμε το ένα δικαστικό σφάλμα μετά το άλλο; Τι ωφελεί να συνεχίζουμε να παίρνουμε αποφάσεις που τυπικά  και νομικά είναι εντάξει, όμως σύμφωνα με τον ανθρωπισμό και την ηθική είναι παράνομες;» (ό.π.).

Γενικότερα σημαντικά θέματα, όπως ο πόλεμος «ενάντια στην τρομοκρατία, υπέρ της δημοκρατίας» και η συμμετοχή της χώρας του σε αυτόν, απασχολούν, επίσης, τον συγγραφέα. Υπενθυμίζουμε ότι η Δανία συμμετείχε στον πόλεμο του Ιράκ, από το 2003 μέχρι το 2007, έχοντας αποστείλει μία στρατιωτική μονάδα (Dancon/Irak) 380 ανδρών, που έφθασαν μέχρι τους 550, ενταγμένο στην «πολυεθνική δύναμη» στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Σε συνέντευξη τύπου, μετά την επιστροφή της στην Κοπεγχάγη, η Ρίκε απαντά στην ερώτηση συναδέλφων της δημοσιογράφων, αν είναι «υπέρ ή κατά του πολέμου στο Ιράκ»: «Οι Αμερικανοί κέρδισαν τον πόλεμο, αλλά έχασαν την ειρήνη. Κάθε μέρα πεθαίνουν αθώα παιδιά και μεγάλοι, και έτσι έρχεται η αμφιβολία. Πόσες ανθρώπινες ζωές αξίζει η δημοκρατία; Εκατό χιλιάδες; Ένα εκατομμύριο; Αυτή την εξίσωση δεν μπορώ να τη λύσω, και απ’ την άλλη, αν η δημοκρατία βασίζεται σε ισλαμική δικτατορία, πνευματικό σκοταδισμό και καταπίεση των γυναικών; Αξίζει αυτό όσο ένα εκατομμύριο ζωές;» (σ. 85).

Ο Χέργκελ κατορθώνει να δημιουργήσει ένα σημαντικό πολιτικό θρίλερ με εκπληκτική πλοκή και ιδιαίτερα ενδιαφέροντες (αν και σε κάποιες περιπτώσεις υπερβολικούς) χαρακτήρες. Προσφέρει μία διεισδυτική και αιχμηρή ματιά στον κόσμο της πολιτικής και της δημοσιογραφίας στη σύγχρονη Δανία και φωτίζει αμείλικτα την αλαζονεία, τη χειραγώγηση, τη διαπλοκή, την εκμετάλλευση και τη διαφθορά στην εκτελεστική και την «τέταρτη» εξουσία.  Ένα λογοτεχνικό «Borgen» που με κέντρο το προσφυγικό και το μεταναστευτικό ασχολείται με σημαντικά θέματα που αφορούν  τελικά τη λειτουργία της δημοκρατίας σε κάθε ευρωπαϊκή κοινωνία.

[1] Για περισσότερο αναλυτικά βλ. Ν. Μ. Γεωργιάδης & Φ.-Ε. Γεωργιάδη (2018), «Κεφ. IV. Οι σκανδιναβικές χώρες κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», στο Ν.Μ. Γεωργιάδης, Σκανδιναβική Αστυνομική Λογοτεχνία. Όψεις της Κοινωνίας και της Πολιτικής, Ηρόδοτος.

[2] Πρόκειται για το Vilhjálmur Örn Vilhjálmsson (2005), Medaljens bagsidejødiske flygtningeskæbner i Danmark 1933-1945 [Η άλλη πλευρά του μεταλλίου. Ιστορίες Εβραίων προσφύγων στη Δανία 1933-1945], Vandkunsten, København.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ

araldur - lake

Ο άνθρωπος της λίμνης (Kleifarvatn) του Arnaldur Indriðason (μτφ. Ν. Προδρομίδου), Μεταίχμιο 2014

Το Ο άνθρωπος στη λίμνη είναι το έκτο μυθιστόρημα του Ιντρίδασον στη σειρά με ήρωα τον επιθεωρητή Έρλεντουρ.

Ένας ανθρώπινος σκελετός ανακαλύπτεται μισοθαμμένος στον πυθμένα της αποστραγγισμένης λίμνης Κλέιβαρβατν.  Μία τρύπα στο κρανίο και ένας παλιός, σοβιετικής κατασκευής πομποδέκτης που ήταν δεμένος στο πόδι για να κρατάει το πτώμα βυθισμένο  περιπλέκουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση.

Ο Έρλεντουρ ανακαλείται από τις διακοπές του και αναλαμβάνει να εξιχνιάσει το μυστήριο. Αφού ελέγχει, χωρίς αποτέλεσμα, αν υπάρχει σχέση με τις εξαφανίσεις που έχουν αναφερθεί πριν από 40-50 χρόνια, εξετάζει την περίπτωση ο νεκρός να μην είναι Ισλανδός. Η έρευνα προχωρεί με αργό ρυθμό καθώς ο Έρλεντουρ και οι  συνεργάτες του συζητούν με ξένους διπλωμάτες που υπηρετούν στη χώρα και φαίνεται ότι ο καθένας έχει τους λόγους του για να κρατά μυστικό το παρελθόν, προσπαθώντας να βρουν αν ο νεκρός είναι όντως ξένος και αν δρούσε ως κατάσκοπος στη χώρα.

Η έρευνα οδηγεί σε μια ομάδα νεαρών Ισλανδών που είχαν σταλεί κατά τη δεκαετία του 1950 να σπουδάσουν στη Λειψία, και η ιστορία τους γίνεται γνωστή με αναδρομές στο παρελθόν. Περιγράφεται η ζωή τους, η σκοτεινή καθημερινότητα υπό την άγρυπνη εποπτεία και τη συνεχή παρακολούθηση των Αρχών της τότε Ανατολικής Γερμανίας, οι σχέσεις και οι συγκρούσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους και με άλλους συμφοιτητές τους σχετικά με την εφαρμογή του σοσιαλισμού αλλά και για προσωπικά θέματα, και σταδιακά αποκαλύπτονται τα αίτια της δολοφονίας και η ταυτότητα του θύματος.

Ο Ιντρίδασον ασχολείται με σημαντικά θέματα της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου, τόσο γενικότερα, όσο και στην Ισλανδία.

Το ένα από τα ευρύτερα γνωστά γεγονότα που παίζουν ρόλο στην υπόθεση είναι η δράση της διαβόητης Στάζι, της «Υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας» στην πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Η Στάζι (Staatssicherheitsdienst, SSD) ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1950 με σκοπό την παρακολούθηση των πολιτών της χώρας αλλά και την κατασκοπεία στις Δυτικές χώρες. Ήταν ένας από τους πιο αποτελεσματικούς κατασταλτικούς και κατασκοπευτικούς μηχανισμούς και οι δραστηριότητες της, αλλά και το τεράστιο δίκτυο που είχε στηθεί για τους σκοπούς της (δεκάδες χιλιάδες «επίσημοι» υπάλληλοι και πολλαπλάσιοι πληροφοριοδότες), αποκαλύφθηκαν σε μεγάλο βαθμό μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και του καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας.

Αναφορά γίνεται, επίσης, στην «ουγγρική επανάσταση» (23 Οκτωβρίου – 10 Νοεμβρίου 1956), μία σημαντική εξέγερση κατά της κυβέρνησης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, η οποία ξεκίνησε από μια φοιτητική διαδήλωση που προσέλκυσε χιλιάδες κόσμο, με αιτήματα την παραχώρηση ελευθεριών και την προώθηση δημοκρατικών διαδικασιών, και κλιμακώθηκε παίρνοντας ανεξέλεγκτες διαστάσεις, με αποτέλεσμα τη σοβιετική επέμβαση, την αλλαγή πρωθυπουργού [επανήλθε στη θέση ο Ίμρε Νάγκι (Imre Nagy)] και την απόσυρση των Σοβιετικών στις 28 Οκτωβρίου. Όταν ο Νάγκι ανήγγειλε στις 31 Οκτωβρίου την αποχώρηση της Ουγγαρίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και ζήτησε να αναγνωριστεί η ουγγρική ουδετερότητα, ο σοβιετικός στρατός εισέβαλε για δεύτερη φορά στη Βουδαπέστη στις 4 Νοεμβρίου και συνέτριψε την εξέγερση.

Οι αναφορές στα παραπάνω έχουν σημασία για την υπόθεση, όμως ο Ιντρίδασον ασχολείται κυρίως με τη λιγότερο γνωστή στους αναγνώστες μεταπολεμική ιστορία της Ισλανδίας, γεγονότα στα οποία αναφερόμαστε εντελώς περιληπτικά.

Μέχρι το 1944 η Ισλανδία ήταν ένα αυτοδιοικούμενο κράτος με αρχηγό τον βασιλιά της Δανίας, και με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τήρησε ουδετερότητα, όπως άλλωστε και η Δανία. Ωστόσο, η σημαντική θέση της στις θαλάσσιες οδούς του Βόρειου Ατλαντικού είχε προκαλέσει το αυξημένο ενδιαφέρον της Γερμανίας από τη δεκαετία του 1930, προκαλώντας την ανησυχία της Βρετανίας. Οι επίμονες προσπάθειες των Βρετανών να πείσουν την ισλανδική κυβέρνηση να ταχθεί με το μέρος των Συμμάχων δεν είχαν αποτέλεσμα, αφού οι Ισλανδοί επέμεναν στην ουδετερότητα, και έτσι, μετά την αποτυχία των διπλωματικών πιέσεων, οι βρετανικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ισλανδία στις 10 Μαΐου 1940, ένα μήνα μετά τη ναζιστική εισβολή στη Δανία.

Στις 7 Ιουλίου 1941 οι (ακόμη ουδέτερες, τότε) ΗΠΑ, που έχουν αρχίσει να εκτιμούν τη σπουδαιότητα της Ισλανδίας λόγω της στρατηγικής θέσης της, αναλαμβάνουν σε συμφωνία με την ισλανδική κυβέρνηση την άμυνα της χώρας. Έτσι, οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις παίρνουν τη θέση των βρετανικών που αποχωρούν, δίνοντας ταυτόχρονα την υπόσχεση πως θα φύγουν μετά το τέλος του πολέμου. Η Ισλανδία αποτελεί μοναδική περίπτωση ουδέτερης ευρωπαϊκής χώρας που ήταν σε όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπό την κατοχή των Συμμαχικών στρατευμάτων.

Το 1944 η Ισλανδία, και με την υποστήριξη των ΗΠΑ, ανακηρύσσεται ανεξάρτητη, ενώ οι Αμερικανοί, παρά την αρχική υπόσχεση, ζητούν επίσημα την παραμονή του στρατού τους στη χώρα. Η ισλανδική κυβέρνηση αρνείται, αλλά τελικά τον Σεπτέμβριο του 1946 υπογράφεται η «συμφωνία του Κέπλαβικ» που θεωρείται από τα κεντρώα και τα αριστερά κόμματα ως παραβίαση της πολιτικής της ουδετερότητας, και αποτέλεσε την αιτία που διαλύθηκε η κυβέρνηση συνασπισμού.

Με την όξυνση του Ψυχρού Πολέμου η Ισλανδία έγινε ιδρυτικό μέλος του ΝΑΤΟ, παρά τις αντιδράσεις κυρίως των Σοσιαλιστών, αλλά και μέρους των Προοδευτικών και των Εργατικών.

Με τη νέα αμυντική συμφωνία του 1951 (που ακύρωνε ουσιαστικά αυτήν του Κέπλαβικ), οι ΗΠΑ ανέλαβαν την ευθύνη για την άμυνα της Ισλανδίας για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα και περίπου 4000 Αμερικανοί στρατιώτες εγκαταστάθηκαν στη χώρα. Η βάση τους εκεί αποτέλεσε σημαντικό κέντρο επικοινωνιών και μετακινήσεων προς την Ευρώπη, αλλά και παρακολούθησης των σοβιετικών υποβρυχίων. Τελικά, οι Αμερικανοί παρέμειναν στη χώρα μέχρι το 2006.

Σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου υπήρχε αντίδραση στην αμερικανική παρουσία στην Ισλανδία από το αντιπολεμικό κίνημα. Μάλιστα, δεν έλειψαν οι όχι τόσο συνηθισμένες στις Βόρειες χώρες παρακολουθήσεις «υπόπτων κομμουνιστών και συμπαθούντων». Ταυτόχρονα, όπως και στη Δανία και τη Νορβηγία, είχε αναπτυχθεί έντονη αντιπαράθεση και δημόσια συζήτηση σχετικά με την πιθανή αποθήκευση πυρηνικών όπλων στη χώρα.

Ο Ιντρίδασον με μία ψύχραιμη, χαμηλών τόνων αφήγηση, αλλά και με ευαισθησία, δημιουργεί ένα ακόμη καλό μυθιστόρημα και ασχολείται με το αγαπημένο θέμα του, την ιστορία της χώρας του μεταπολεμικά.