1793: ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΕ Η ΒΙΑ

capture_14

1793: Τότε που βασίλευε η βία (1793) του Niklas Natt och Dagg (μτφ. Γρ. Κονδύλης), Μεταίχμιο 2019

Το 1793: Τότε που βασίλευε η βία είναι το δεύτερο μυθιστόρημα που παρουσιάζεται «κατ’ εξαίρεση» σε αυτό το blog, αφού δεν εντάσσει στην πλοκή του σύγχρονα ιστορικά θέματα, αλλά αναφέρεται στη Σουηδία του 18ου αιώνα. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του period mystery, του ιστορικού αστυνομικού μυθιστορήματος που τοποθετείται πλήρως σε κάποια παρελθούσα χρονική περίοδο, ενώ έχει γραφτεί σε μία μεταγενέστερη. Ο λόγος αυτής της παρουσίασης δεν είναι μόνο η μεγάλη επιτυχία που γνώρισε με την κυκλοφορία του, αλλά, κυρίως, το ότι είναι ένα από τα ελάχιστα ιστορικά αστυνομικά στη σύγχρονη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία.

Η πλοκή τοποθετείται στη Στοκχόλμη του 1793, λίγα χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τη λήξη του ρωσοσουηδικού πολέμου, και σχεδόν ένα χρόνο από τη δολοφονία του βασιλιά της Σουηδίας Γουσταύου Γ΄.

Ο Ζαν Μίκαελ Καρντέλ, μονόχειρας πρώην στρατιώτης του σουηδικού στρατού στον πόλεμο με τη Ρωσία, που τώρα προσπαθεί να επιβιώσει ως μέλος της «Αποσπασμένης Φρουράς» της πόλης, ανακαλύπτει ένα φρικτά ακρωτηριασμένο πτώμα στη βρωμερή όχθη της λίμνης Φατμπούρεν, και βάζει σκοπό να βρει τι έχει συμβεί. Στην προσπάθειά του βρίσκει ως σύμμαχο τον Σέσιλ Βίνγκε, έναν δικηγόρο που έχει εγκαταλείψει μια πολλά υποσχόμενη καριέρα και δουλεύει ως σύμβουλος ερευνητής στην «Πολιταρχία» (την Αστυνομία της εποχής). Για τον Βίνγκε η υπόθεση παρουσιάζει μία ευκαιρία να προσπαθήσει να αποδώσει δικαιοσύνη πριν χάσει την απελπισμένη μάχη που δίνει ενάντια στη φυματίωση, η οποία τον καταβάλλει μέρα με τη μέρα. Κατά την έρευνά τους για την ταυτότητα του θύματος, οι δύο ήρωες ψάχνουν σε όλη τη Στοκχόλμη και έρχονται αντιμέτωποι με θανάσιμο κίνδυνο όταν πλησιάζουν στην αποκάλυψη σκοτεινών μυστικών της υψηλής κοινωνίας της πόλης.

Η πορεία τους θα διασταυρωθεί με αυτή δύο άλλων χαρακτήρων, του Κριστόφερ Μπλιξ και της Άννα Στίνα Κναπ. Ο Μπλιξ είναι γιος αγρότη που έχει εγκαταλείψει τα σχέδιά του να γίνει γιατρός και έχει υποκύψει στη γοητεία της «μεγάλης» και «εύκολης» ζωής της πόλης, ενώ η Κναπ στέλνεται, με βάση ψευδείς κατηγορίες, στη φυλακή, και ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει είναι να δραπετεύσει.

Στο βιβλίο γίνονται αναφορές σε σημαντικά γεγονότα αυτής της, όπως δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας, «ιδιαίτερα αξιομνημόνευτης περιόδου στην ιστορία της Σουηδίας»[1], κάποια από τα οποία  σχετίζονται άμεσα με την υπόθεση.

Οι πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα στη χώρα χαρακτηρίζονται από οικονομική ευημερία (ταχεία ανάπτυξη του εμπορίου και των εξαγωγών, της ναυπηγικής, της υφαντουργίας και της παραγωγής σιδηρομεταλλεύματος), αύξηση πληθυσμού και κοινωνικές αλλαγές (πολλοί αγρότες μπόρεσαν να αγοράσουν γη, ενώ αυξήθηκε ο πλούτος και η επιρροή των κατοίκων των πόλεων, με αποτέλεσμα να γίνονται δεκτοί σε κυβερνητικές θέσεις που μέχρι λίγο πριν κατείχαν μόνο ευγενείς). Όμως από τη δεκαετία του 1740 και μετά γίνονται δύο πόλεμοι, ο πρώτος ενάντια στη Ρωσία και ο δεύτερος ενάντια στην Πρωσία, που οδηγούν σε οικονομική κρίση, ενώ παράλληλα σημειώνονται φτωχές συγκομιδές και η χώρα φτάνει στα όρια του λιμού.

Ο Γουσταύος Γ΄ διαδέχεται στον θρόνο τον πατέρα του Αδόλφο-Φρειδερίκο το 1771 και πετυχαίνει με ένα αναίμακτο «πραξικόπημα» και χρησιμοποιώντας τη Βασιλική Φρουρά να αποσπάσει την εξουσία από το Κοινοβούλιο, καταργώντας ουσιαστικά τους συνταγματικούς νόμους του 1720 που περιόριζαν την ισχύ του βασιλιά. Προωθεί κάποιες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που δίνουν την εικόνα του «πεφωτισμένου μονάρχη», αλλά γενικά εφαρμόζει αντιφατικές πολιτικές που δεν του εξασφαλίζουν τη στήριξη ούτε των «προνομιούχων» ούτε των «μη εχόντων». Το 1788 ξεκινά πόλεμο εναντίον της Ρωσίας με αφορμή την επανάκτηση επαρχιών της σημερινής Φινλανδίας, αλλά επιδιώκοντας ουσιαστικά να αυξήσει τη δημοτικότητά του και να αναγκάσει τους εσωτερικούς αντιπάλους του να τον υποστηρίξουν.  Ο πόλεμος λήγει το 1790 χωρίς ουσιαστικά κέρδη για κάποιον από τους εμπλεκόμενους.

Ο Γουσταύος Γ΄, «ματαιόδοξος, εύθικτος και μνησίκακος» (όπως περιγράφεται στο βιβλίο, σ. 57), με τον φόβο μιας επανάστασης εναντίον του («έβλεπε εφιάλτες ότι οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης θα έφταναν μέχρι τον μακρινό Βορρά μας» -ό.π.), είχε δημιουργήσει «ένα σώμα πληροφοριοδοτών που θα ανέφεραν κουτσομπολιά και συνωμοσίες από τον λαό», πιστεύοντας «ότι η αριστοκρατία που είχε μπροστά του, κάτω από τη μύτη του, ήταν ακίνδυνη» (ό.π.). Είναι, όμως, οι ευγενείς που συνωμοτούν με σκοπό τη δολοφονία του βασιλιά και τη συνταγματική μεταρρύθμιση, και τον Μάρτιο του 1792 ο Γουσταύος πυροβολείται από έναν πρώην αξιωματικό της Βασιλικής Φρουράς κατά τη διάρκεια ενός χορού μεταμφιεσμένων στη Βασιλική Όπερα. Κατάφερε να καταστείλει την εξέγερση, αλλά πέθανε λίγες ημέρες αργότερα.

Σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα παίζει και η «αστυνομία» της εποχής. Η αστυνομία, με τη σύγχρονη έννοια, θεσμοθετήθηκε στη Σουηδία κατά τα μέσα του 19ου αιώνα. Στη Στοκχόλμη, από τα τέλη του 16ου αιώνα, την «επιβολή του νόμου» είχε αναλάβει η Φρουρά της πόλης, οργανωμένη και οπλισμένη σαν στρατιωτική μονάδα, και επικουρούμενη από τον στρατό και περιπόλους για πρόληψη πυρκαγιών. Το 1776 ο Γουσταύος Γ΄ επέφερε σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση της «Πολιταρχίας» της Στοκχόλμης, βασισμένες στο μοντέλο που είχε τεθεί σε εφαρμογή στο Παρίσι. Ο πρώτος που ανέλαβε καθήκοντα «Πολιτάρχη» ήταν ο έμπιστος του βασιλιά Νιλς Χένρικ Λιλγιενσπάρε (Nils Henric Liljensparre). Η προσπάθειά του να χειραγωγήσει τον αδελφό του Γουσταύου Γ΄, δούκα Κάρολο, του κόστισε τη θέση, στην οποία διορίστηκε στη συνέχεια για έναν χρόνο ο δικηγόρος δημοσιονομικών Γιούχαν Γκούσταφ Νουρλίν (Johan Gustav Norlin), που συναντάμε και ως χαρακτήρα στο μυθιστόρημα.

Τέλος, στο βιβλίο γίνεται αναφορά και στη μεγάλη πυρκαγιά της Στοκχόλμης το 1759, η οποία ξέσπασε στο ανατολικό Σέντερμαλμ, κατέστρεψε ολοσχερώς την ιστορική εκκλησία της Μαρίας Μαγδαληνής και άφησε 2000 άστεγους, χωρίς ευτυχώς να έχει θύματα.

Ο Νίκλας Νατ οκ Νταγκ είναι γόνος της παλαιότερης οικογένειας ευγενών της Σουηδίας, καταγεγραμμένης ήδη από τα τέλη του 13ου αιώνα, που, όπως λέει ο ίδιος, είχε συγκεντρώσει μία τεράστια περιουσία, «ματωμένα χρήματα από τον Τριακονταετή
Πόλεμο»[2], που σπαταλήθηκαν γύρω στο 1690. Για τα επόμενα 200 χρόνια οι πρόγονοί του υπηρέτησαν ως αξιωματικοί καριέρας στον στρατό, και μάλιστα κάποιοι από αυτούς έλαβαν μέρος στον Ρωσοσουηδικό πόλεμο, ο οποίος αποτελεί το φόντο του 1793.

Ο συγγραφέας κατορθώνει, μετά από εντατική και σε βάθος έρευνα [βλ. σημ. 1], να δώσει αυθεντικές, λεπτομερείς εικόνες της Στοκχόλμης του 18ου αιώνα. Η σκοτεινή ατμόσφαιρα της εποχής, οι άθλιες συνθήκες ζωής αλλά και θανάτου των φτωχών κατοίκων της πόλης, ο φόβος, οι δολοπλοκίες και η σχεδόν απόλυτη ισχύς όσων κινούνται στους κύκλους της εξουσίας περιγράφονται με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο και γλώσσα (πρέπει να τονίσουμε τη σημαντική συμβολή της μετάφρασης του Γρηγόρη Κονδύλη), ενώ οι χαρακτήρες είναι ανθρώπινοι και «ολοζώντανοι».

Ένα συναρπαστικό, γεμάτο δύναμη, αδυσώπητο ιστορικό αστυνομικό μυθιστόρημα, από τα καλύτερα του είδους.

 

[1]Βλ. συνέντευξη του Natt och Dag  στο nordiccrimefiction.wordpress, 17/2/2019, https://nordiccrimefiction.wordpress.com/2019/02/17/%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CF%83%CF%85%CE%B6%CE%B7%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%BF%CE%BD-niklas-natt-och-dag/

[2]Βλ. συνέντευξη στο Shelf Awareness, 31/10/2018