ΖΟΥΛΟΥ

ζουλού

Ζουλού (Zulu) του Caryl Férey (μτφ. Γ. Καλαμαντής), Λιβάνης 2011

Ανάμεσα στα πολλά έργα του Φερέ, το «Ζουλού» (2008) που τοποθετείται στη Νότια Αφρική μετά το απαρτχάιντ είναι το τρίτο μετά το «Χάκα» (1998) και το «Ούτου» (2004) που είχαν θέμα τους Μαορί.

Ο Άλι Νιούμαν είναι Ζουλού, επικεφαλής του Εγκληματολογικού στην Αστυνομία του Κέιπ Τάουν. Όταν ήταν παιδί είδε μπροστά στα μάτια του τους πολιτοφύλακες της Ινκάτα, της οργάνωσης των Ζουλού που ήταν σε σύγκρουση με το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο (βλ. και παρακάτω), να ξυλοκοπούν μέχρι θανάτου τον πατέρα του και να καίνε ζωντανό τον μεγάλο αδελφό του. Σημαδεμένος για πάντα από τους φρικτούς θανάτους, κατόρθωσε μετά το τέλος του απαρτχάιντ να σπουδάσει νομικά και να γίνει αρχηγός της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας, έχοντας κερδίσει τον σεβασμό των συναδέλφων του.

Στον βοτανικό κήπο της πόλης βρίσκεται άγρια κακοποιημένο το πτώμα μιας νεαρής λευκής γυναίκας, και ο Άλι με τους συνεργάτες του αναλαμβάνουν την υπόθεση. Ενώ τα πρώτα στοιχεία δεν φαίνεται να οδηγούν πουθενά, μια δεύτερη λευκή κοπέλα βρίσκεται νεκρή, με ένα τελετουργικό σημάδι των Ζουλού χαραγμένο στο σώμα της. Και καθώς οι πιέσεις για την εξιχνίαση των φόνων αυξάνονται, ένα νέο σημαντικό στοιχείο έρχεται να κάνει πιο πολύπλοκη την κατάσταση: στο αίμα και των δύο θυμάτων βρίσκονται ίχνη από μία νέα άγνωστη ναρκωτική ουσία. Για να βρει απαντήσεις ο Άλι θα πρέπει να ψάξει στον τόπο που μεγάλωσε, στις παραγκουπόλεις όπου η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμία αξία, και να αντιμετωπίσει αδίστακτες συμμορίες που ελέγχουν το εμπόριο ναρκωτικών και την πορνεία, αλλά και μία τρομακτική, μεγάλων διαστάσεων συνωμοσία μιας επικίνδυνης οργάνωσης που σχετίζεται με πρώην αξιωματούχους του καθεστώτος του απαρτχάιντ.

Όπως σε όλα τα βιβλία του, ο Φερέ παρέχει πολλές επεξηγηματικές πληροφορίες για το ιστορικό πλαίσιο του μυθιστορήματος που σχετίζεται άμεσα με την υπόθεση και εν πολλοίς  επηρεάζει την εξέλιξή της. Πληροφορίες που, σε κάποιο βαθμό, «παρακινούν» τους αναγνώστες να μάθουν περισσότερα για την ταραγμένη ιστορία της Νότιας Αφρικής. Εντελώς συνοπτικά μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής:

Το απαρτχάιντ (1948-1991), δηλαδή η επιβολή των διακρίσεων των κατοίκων της Νότιας Αφρικής με φυλετικά κριτήρια, αποτέλεσε ουσιαστικά συνέχιση και επέκταση σχετικών πολιτικών που χρονολογούνται από τα μέσα του 19ου αιώνα. Θεσμοθετήθηκε όμως το 1948, ενώ το 1970 αφαιρέθηκε το δικαίωμα της πολιτικής εκπροσώπησης από τους «μη λευκούς», οι οποίοι περιορίστηκαν σε απομονωμένες, ασύνδετες μεταξύ τους και υποβαθμισμένες περιοχές, τα «μπαντουστάν» (Bantustan). Το απαρτχάιντ καταργήθηκε το 1991, πριν από τις πρώτες δημοκρατικές, πολυφυλετικές εκλογές του 1994, αλλά ίχνη του στη νοτιοαφρικανική κοινωνία εντοπίζονταν και τον 21ο αιώνα.

Η μεγάλη, «μη λευκή» πλειοψηφία του πληθυσμού της Νότιας Αφρικής αντέδρασε στο απαρτχάιντ με σκληρούς, μακρόχρονους αγώνες, που σημαδεύτηκαν από πολλά αιματηρά γεγονότα. Από αυτά, τα πιο γνωστά διεθνώς είναι οι σφαγές του Σάρπβιλ (1960) και του Σοβέτο (1976) [1], όπου άοπλοι διαδηλωτές σκοτώθηκαν από τις δυνάμεις καταστολής, αλλά και οι πολλές δολοφονίες αντιφρονούντων και ακτιβιστών από «ομάδες θανάτου» των κυβερνητικών δυνάμεων στα μέσα της δεκαετίας του 1980.

Κύριος πολιτικός εκφραστής αυτών των αγώνων ήταν το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (African National Congress – ANC) που ιδρύθηκε το 1912 (ως South African Native National Congress) με βασικό σκοπό την ενότητα του νοτιοαφρικανικού λαού και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του, και με πολιτική που αρχικά περιελάμβανε μη βίαιες διαμαρτυρίες. Κυρίαρχη δύναμη στο Κογκρέσο αποτελούσαν οι Ξόζα (Xhosa), η δεύτερη μεγαλύτερη φυλή στη χώρα μετά τους Ζουλού. Το 1960, μετά τη σφαγή του Σάρπβιλ, η κυβέρνηση της λευκής μειονότητας έθεσε το Κογκρέσο εκτός νόμου για τα επόμενα τριάντα χρόνια, με αποτέλεσμα την υιοθέτηση εκ μέρους του μεθόδων ανταρτοπόλεμου και σαμποτάζ. Ηγετική φυσιογνωμία του ANC, από τη δεκαετία του 1950 μέχρι το 2000, ήταν ο Νέλσον Μαντέλα (Nelson Rolihlahla Mandela), από τις πιο γνωστές διεθνώς πολιτικές προσωπικότητες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.

Το 1975 ιδρύθηκε από τον Μανγκοσούτου Μπουτελέζι (Gatsha Mangosuthu Buthelezi), πρώην μέλος της Νεολαίας του Κογκρέσου, μια άλλη σημαντική οργάνωση, η Ινκάτα (Ινκάτα Εθνικό Πολιτιστικό Απελευθερωτικό Κίνημα – Inkatha National Cultural Liberation Movement, INCLM) ως συνέχεια της πολιτιστικής οργάνωσης Ινκάτα των Ζουλού της δεκαετίας του 1920. Αρχικά, η Ινκάτα συνεργαζόταν με το Κογκρέσο, που είχε πολύ μεγαλύτερη πολιτική επιρροή, στον αγώνα κατά του απαρτχάιντ. Σταδιακά, όμως, και ενώ το Κογκρέσο επεδίωκε την ανατροπή του καθεστώτος και μέσω του ένοπλου αγώνα, η Ινκάτα προωθούσε τα συμφέροντα των Ζουλού σε βάρος του στόχου της εθνικής ενότητας και δρούσε, σε ένα βαθμό, μέσα στο σύστημα που είχαν εγκαθιδρύσει οι λευκοί.

Η αντιπαλότητα των δύο οργανώσεων πήρε μεγάλες διαστάσεις από τη δεκαετία του 1980, όταν ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των πολιτοφυλακών («ομάδες αυτοπροστασίας» των μελών τους) που είχαν δημιουργήσει. Ο  Μπουτελέζι έφτασε να θεωρείται μαριονέτα της κυβέρνησης και, φοβούμενος τη μείωση της πολιτικής του δύναμης, συνεργάστηκε με τον στρατό του καθεστώτος, ενώ οι Ειδικές Δυνάμεις  εκπαίδευαν στρατιωτικά την πολιτοφυλακή των Ζουλού. Μάλιστα, λίγα χρόνια πριν από τις πρώτες ελεύθερες εκλογές στην ιστορία της χώρας, μέλη της Ινκάτα έλαβαν μέρος, υπό την κάλυψη της αστυνομίας, σε επιθέσεις ενάντια σε συμπαθούντες και μέλη του Κογκρέσου (σφαγές του Τραστ Φιντ το 1988 και του Μποιπατόνκ το 1992).

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής για την Αλήθεια και τη Συμφιλίωση (Truth and Reconciliation Commission – TRC), που θεσμοθετήθηκε το 1995, περισσότεροι από 1900 άνθρωποι είχαν πέσει θύματα σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την περίοδο 1960-1994 η Ινκάτα ήταν υπεύθυνη για 4500 θανάτους, η αστυνομία της χώρας για 2700 και το Κογκρέσο για 1300.

Στις εκλογές του 1994, η Ινκάτα (ως Κόμμα Ελευθερίας Ινκάτα – Inkatha Freedom Party, IFP) δεν μπόρεσε να επεκτείνει την επιρροή της πέρα από την περιοχή των Ζουλού (KwaZulu-Natal) και, τελικά, συμμετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό με τον παραδοσιακό αντίπαλό της, το Κογκρέσο. Αυτή η ασταθής «συνεργασία» διατηρήθηκε για μια σχεδόν δεκαετία έως και το 2004. Από τότε, έως και τις πρόσφατες εκλογές του 2019, η Ινκάτα βρίσκεται στην αντιπολίτευση.

Το τέλος του απαρτχάιντ μπορεί να επέφερε την πολιτική «ομαλότητα» στην πολύπαθη χώρα, όμως 27 χρόνια μετά τις πρώτες ελεύθερες εκλογές η Νότια Αφρική μαστίζεται από σημαντικά προβλήματα, όπως η εκρηκτικών διαστάσεων επιδημία του AIDS [2] και τα ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα εγκληματικότητας, που μπορούν να αποδοθούν σε μία σειρά κοινωνικοοικονομικών αιτίων και κυρίως στο χάσμα που υπάρχει μεταξύ φτωχών και πλουσίων [3], την ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό κλπ. Όσον αφορά ειδικότερα στην εγκληματικότητα, το 2021 η Νότια Αφρική κατατάσσεται στην τρίτη υψηλότερη θέση διεθνώς με τον σχετικό δείκτη (επιθέσεις, ανθρωποκτονίες, βιασμοί και άλλα βίαια εγκλήματα καταγεγραμμένα από την αστυνομία ανά 100.000 πληθυσμού)  να φθάνει στο 77.3, ενώ θεωρείται η «παγκόσμια πρωτεύουσα των βιασμών» με τον υψηλότερο δείκτη διεθνώς (132 περιστατικά ανά 100.000 πληθυσμού) [4].

Το σκοτεινό παρελθόν της χώρας, που αποτελεί σημαντικό μέρος της υπόθεσης του μυθιστορήματος, και η εφιαλτική σημερινή πραγματικότητα, απεικονίζονται δεξιοτεχνικά από τον συγγραφέα, στο βιβλίο του οποίου ο τίτλος αναφέρεται τόσο στον πρωταγωνιστή όσο και γενικά στη φυλή των Ζουλού. Ο Φερέ ανατέμνει μία κοινωνία που ακόμη παλεύει για τη συμφιλίωση και περιγράφει με δύναμη και ζωντάνια που σοκάρουν τον αναγνώστη τις πολιτικές επιπλοκές, τις τεράστιες κοινωνικές αντιθέσεις, τα τραύματα από το ρατσιστικό καθεστώς, την άθλια φτώχεια και την απελπισία όσων ζουν στις παραγκουπόλεις, οι οποίες ουσιαστικά ελέγχονται από συμμορίες, τη διαφθορά των τοπικών αξιωματούχων, την εκτός ελέγχου βία και την αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή.

Ένα ακόμη ιδιαίτερα σκληρό, ενοχλητικό, σημαντικό αστυνομικό μυθιστόρημα ενός από του καλύτερους συγγραφείς του είδους.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Στις 21 Μαρτίου 1960 στο Σάρπβιλ, 69 μαύροι Νοτιοαφρικανοί πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν εν ψυχρώ από την αστυνομία και εκατοντάδες τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια μιας ειρηνικής διαμαρτυρίας με αίτημα τα ίσα δικαιώματα. Η «σφαγή του Σοβέτο» (16 Ιουνίου 1976) ξεκίνησε όταν η αστυνομία επιτέθηκε βίαια σε διαδηλώσεις μαύρων μαθητών ενάντια στην κυβερνητική απόφαση για την αντικατάσταση των Αγγλικών από τη γλώσσα των Αφρικάνερς (πρώτοι Ολλανδοί έποικοι στη χώρα) ως γλώσσας διδασκαλίας στα σχολεία. Επίσημα ανακοινώθηκαν 176 θύματα, ενώ υπάρχουν εκτιμήσεις για περίπου 700 νεκρούς και περισσότερους από 1000 τραυματίες.

2 Το 2019, σύμφωνα με εκτιμήσεις του UNAIDS, ζούσαν στη Νότια Αφρική 7,5 εκατομμύρια άνθρωποι που είχαν προσβληθεί από τον ιό, σε σύνολο πληθυσμού 59 περίπου εκατομμυρίων (βλ.   https://www.avert.org/professionals/hiv-around-world/sub-saharan-africa/south-africa#footnote1_ryclu50 )

3 Εδώ και χρόνια, η χώρα παρουσιάζει έναν από τους μεγαλύτερους δείκτες ανισοκατανομής πλούτου διεθνώς (βλ. https://www.worldbank.org/en/country/southafrica/overview)

4 Βλ. https://worldpopulationreview.com/country-rankings/crime-rate-by-country