ΦΥΓΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΠΕΓΧΑΓΗ

exofyllo_Hergel_exofyllo_TULAYEF.qxd

Φυγάς στην Κοπεγχάγη (Flygtningen) του Olav Hergel (μτφ. Σ. Σουλιώτης), Θύραθεν 2019

Το Φυγάς στην Κοπεγχάγη είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Δανού δημοσιογράφου και συγγραφέα Olav Hergel. Ο Hergel είναι ιδιαίτερα γνωστός στη χώρα του για την κάλυψη μεταναστευτικών και προσφυγικών θεμάτων. Επί 18 χρόνια εργαζόταν στην εφημερίδα Berlingske Tidende, και από το 2005 στην Politiken. Το 2006 έλαβε το βραβείο Cavling μαζί με τη φωτογράφο Miriam Dalsgaard για μια σειρά ρεπορτάζ σχετικά με τα κέντρα προσφύγων στη Δανία.

 Η Ρίκε Λύνγκνταλ, ανταποκρίτρια της εφημερίδας «Πρωινή Δανίας» στο Ιράκ, πέφτει θύμα απαγωγής από μία ομάδα Ιρακινών μαχητών. Η υπόθεση παίρνει μεγάλες διαστάσεις όταν παρουσιάζεται σε διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα βίντεο, στο οποίο οι απαγωγείς απειλούν ότι θα την εκτελέσουν αν η δανική κυβέρνηση δεν ικανοποιήσει τα αιτήματά τους, και κόβουν ένα μέρος από το μικρό δάκτυλό της.

Ο Ναζίρ, ένας νεαρός ιδεαλιστής, μέλος της ομάδας των απαγωγέων, τη βοηθά να ελευθερωθεί και εκείνη, μετά από παράκλησή του για να μην τον υποψιαστούν οι σύντροφοί του, λέει ψέματα ότι απέδρασε μόνη της.

Όταν η Ρίκε επιστρέφει στην Κοπεγχάγη, την υποδέχονται σαν ηρωίδα και γίνεται το «αστέρι» των ΜΜΕ, ενώ η εφημερίδα της αλλά και διάφοροι πολιτικοί εκμεταλλεύονται την περιπέτειά της.

Όμως η υπόθεση παίρνει μια δραματική τροπή όταν ο Ναζίρ αναγκάζεται να εγκαταλείψει το Ιράκ και να πάει στη Δανία για να σωθεί, ελπίζοντας στη βοήθεια της Ρίκε. Τώρα η ηρωίδα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη συνείδησή της, αναγκασμένη να επιλέξει ανάμεσα στη δυσάρεστη αλήθεια και την παροχή βοήθειας στον Ναζίρ από τη μια, και στη φήμη της από την άλλη. Παράλληλα, φιλόδοξοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι συμμετέχουν σε ένα αδυσώπητο ανθρωποκυνηγητό και εμπλέκονται σε ένα παιχνίδι σκοπιμοτήτων, επιδιώκοντας την πολιτική και επαγγελματική επιτυχία και το χρήμα.

Ο Χέργκελ δίνει μια ιδιαίτερα ζωντανή εικόνα για την πολιτική κατάσταση στη χώρα του, και ιδιαίτερα για ένα θέμα που κατέχει πολύ καλά, τις πολιτικές που ακολουθούνται για τη μετανάστευση και το προσφυγικό. Παράλληλα, αναφέρεται σε γενικότερα θέματα όπως ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία και η συμμετοχή της Δανίας σε αυτόν, ενώ κάνει και τις αναπόφευκτες συνδέσεις με το παρελθόν της χώρας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Κατά τη δεκαετία του 1980 αυξάνεται σταδιακά, αν και με διαφορετικούς ρυθμούς για κάθε Σκανδιναβική χώρα, ο αριθμός των προσφύγων. Καθώς πολλοί από αυτούς προέρχονται από μουσουλμανικές χώρες, το ρεύμα προσφύγων και μεταναστών χαρακτηρίζεται «μουσουλμανική εισβολή». Οι εισροές προσφύγων αυξάνονται ακόμη περισσότερο κατά τη δεκαετία του 1990, όχι μόνο από χώρες του «Τρίτου Κόσμου», αλλά και από την Ανατολική Ευρώπη μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και από την τέως Γιουγκοσλαβία λόγω του πολέμου. Εκείνη την εποχή η ξενοφοβία και ο ρατσισμός αρχίζουν να εμφανίζονται ανοικτά στη Δανία, όπως και στις άλλες χώρες της περιοχής, και η ακροδεξιά ενισχύει την παρουσία της.

Το Δανικό Λαϊκό Κόμμα (Dansk Folkeparti) προέκυψε το 1995 ως διάσπαση του Κόμματος Προόδου και παρουσιάζει μια επιτυχημένη πορεία, αφού εκμεταλλεύθηκε τις πολιτικές ανακατατάξεις καθώς και την έντονη προβολή τού μεταναστευτικού θέματος. Η πολιτική του συνδυάζει την ξενοφοβία και τον λαϊκισμό ενάντια στο «πολιτικό κατεστημένο».

Η θέση του ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο αφού τα καθιερωμένα κόμματα το «νομιμοποίησαν», συνεργάστηκαν μαζί του και υιοθέτησαν παρόμοιες πολιτικές θέσεις, όπως είχε συμβεί και με το Κόμμα Προόδου. Για παράδειγμα, η συνεργασία του με την κυβέρνηση των Συντηρητικών-Φιλελευθέρων ήδη από το 2001 είχε ως αποτέλεσμα την αποδοχή βασικών απαιτήσεών του, και κυρίως την εφαρμογή αυστηρών περιορισμών στη μετανάστευση. Σε αυτές τις εκλογές, η μετανάστευση αναδείχθηκε σε κεντρικό θέμα και έπαιξε ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα που σηματοδότησε μια σημαντική στροφή στην πολιτική ζωή της χώρας, αφού ήταν η πρώτη φορά μετά από δεκαετίες που τα δεξιά κόμματα απέκτησαν μια σαφή πλειοψηφία στη Βουλή, με την υποστήριξη του ενισχυμένου Δανικού Λαϊκού Κόμματος. Μετά τις εκλογές του 2015, στις οποίες κατέκτησε τη δεύτερη θέση με 21%, υποστήριξε την κυβέρνηση μειοψηφίας των Φιλελευθέρων, ενώ στις εκλογές του 2019 έχασε το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής του (συγκέντρωσε 8.7%). Ωστόσο, σημαντικό μέρος της πολιτικής του σχετικά με το μεταναστευτικό και το προσφυγικό (επαναφορά ελέγχων στα σύνορα, δυνατότητα κατάσχεσης από την αστυνομία αντικειμένων αξίας από παράτυπους μετανάστες κλπ.) είχε γίνει ουσιαστικά αποδεκτό, όχι μόνο από την κυβέρνηση Ράσμουσεν (Anders Fogh Rasmussen), αλλά και από τη Μέτε Φρέντρικσεν (Mette Frederiksen), επικεφαλής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος το οποίο ηγείται σήμερα της κυβερνητικής συμμαχίας. Άλλωστε, όπως συχνά φροντίζει ο συγγραφέας να μας υπενθυμίζει, «Η μεταναστευτική πολιτική είναι ένα παιχνίδι, όπου όλα τα κόμματα ανταγωνίζονται μεταξύ τους και στο τέλος νικάει το Δανικό Λαϊκό Κόμμα» (σ. 442, βλ. και σ. 32 κλπ.)

Το 2002 η ανακοίνωση της επιβολής αυστηρών περιορισμών στη μετανάστευση από τη νέα κυβέρνηση αποτέλεσε θέμα κριτικής από τα διεθνή ΜΜΕ, αλλά και από την πλευρά της Σουηδίας, γεγονότα που «μεταφέρονται» στο μυθιστόρημα μέσα από την αντιπαράθεση («δανοσουηδικός πόλεμος», σ. 351) του Δανού πρωθυπουργού με τον Σουηδό υπουργό εξωτερικών, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης.

Ιδιαίτερα σοβαρό γεγονός, χαρακτηριστικό των σημαντικών αλλαγών στις μεταναστευτικές πολιτικές των σκανδιναβικών χωρών, είναι ότι τον Ιανουάριο του 2016 η Δανία επέβαλε  ελέγχους στα σύνορα με τη Γερμανία, και το ίδιο έκανε η Σουηδία στη γέφυρα Έρεσουντ, που την ενώνει με τη Δανία και θεωρείται το πιο ορατό σύμβολο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση των αντιμεταναστευτικών – ξενοφοβικών απόψεων στη Δανία έπαιξε το γεγονός ότι ο δημόσιος ρατσιστικός λόγος αποτελεί συχνό και νομικά ανεκτό φαινόμενο, ενώ τα ΜΜΕ αποτέλεσαν, λόγω της απουσίας νομικών περιορισμών, πολύ αποτελεσματικό όχημα για την προπαγάνδιση αντιμεταναστευτικών απόψεων ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Αργότερα, ενισχύθηκαν σημαντικά στο «έργο» τους από το Ίντερνετ και τα κοινωνικά δίκτυα, που συνέβαλαν στην ανάπτυξη του αντισημιτισμού και, κυρίως, της ισλαμοφοβίας, ιδίως μετά την 11η  Σεπτεμβρίου 2001.

Όμως, όπως αναφέραμε, ο Hergel δεν ασκεί μόνο οξεία κριτική στην πολιτική της χώρας του σχετικά με το προσφυγικό, αλλά κάνει και «ενοχλητικές» συνδέσεις αυτής της πολιτικής με γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολύ συνοπτικά[1], η Δανία ήταν η μόνη κατεχόμενη από τους Ναζί ευρωπαϊκή χώρα στην οποία μέχρι το 1943 το κοινοβούλιο λειτουργούσε περίπου όπως πριν από την εισβολή, και οι Δανοί διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο των κεντρικών αρχών και του δικαστικού συστήματος. Στη Δανία η συνεργασία κατά την πρώτη φάση της Κατοχής αποτελεί ένα γεγονός που ήταν δύσκολο να γίνει αποδεκτό, και η ιστορική έρευνα επί πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο το «παρέβλεπε» και έτεινε να εστιάζει το ενδιαφέρον της στο κίνημα Αντίστασης που αναπτύχθηκε μετά το 1943. Μόλις τα τελευταία χρόνια η επιστημονική έρευνα άρχισε να το προσεγγίζει μετά από πολλά χρόνια σιωπής…

Ως μεγαλύτερη επιτυχία της Αντίστασης θεωρείται το ότι κατόρθωσε με μία τεράστια προσπάθεια σε εθνικό επίπεδο να φυγαδεύσει περίπου 7000 Δανούς Εβραίους στη Σουηδία (η οποία τους είχε προσφέρει άσυλο) και να τους γλυτώσει από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτή η εντυπωσιακή επιχείρηση διάσωσης, η οποία αποτελεί ένα μοναδικό επεισόδιο στην ιστορία του Ολοκαυτώματος, τείνει να επισκιάσει οτιδήποτε άλλο στην ιστοριογραφία που αφορά στη Δανία και τη στάση της απέναντι στους Εβραίους. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, ιστορικές έρευνες φανερώνουν ότι ο αντισημιτισμός δεν ήταν τόσο ασυνήθιστος στη χώρα λίγο πριν τον πόλεμο, ενώ αποκαλύπτουν την αυστηρή πολιτική που ακολουθούσε η Δανία απέναντι στους πρόσφυγες από τη Γερμανία και την Ανατολική Ευρώπη ήδη κατά τη δεκαετία του 1930, με την αιτιολογία ότι η είσοδός τους θα μπορούσε να προκαλέσει αντισημιτισμό και να υποκινήσει συμπάθειες προς τους Ναζί. Μάλιστα, κατά την πρώτη περίοδο της Κατοχής 1940-1943 είχαν παραδοθεί στους Γερμανούς 18 Εβραίοι πρόσφυγες. Για το θέμα αυτό, όπως και γενικότερα για την πολιτική της συνεργασίας κυρίως κατά τα πρώτα χρόνια της κατοχής, που αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα θέματα της ιστορίας της χώρας, μία επίσημη απάντηση δόθηκε από τον πρωθυπουργό Ράσμουσεν το 2003, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 60 χρόνων από το τέλος της «κυβέρνησης συνεργασίας με τον κατακτητή». Ο Ράσμουσεν δήλωσε ότι η συνεργασία ήταν «ηθικά  αδικαιολόγητη» και ότι «αν όλοι στην Ευρώπη, αν οι Αμερικανοί και οι Ρώσοι, είχαν σκεφθεί με τον ίδιο τρόπο όπως η δανική κυβέρνηση, τότε ο Χίτλερ θα είχε νικήσει στον πόλεμο». Ζήτησε επίσης συγγνώμη για τις απελάσεις αυτών που «παραδόθηκαν σε μία αβέβαιη μοίρα στη χιτλερική Γερμανία με την ενεργή συνεργασία των δανικών αρχών», και τις χαρακτήρισε «ντροπή και στίγμα στην κατά τα άλλα καλή φήμη της Δανίας», συμπληρώνοντας: «Μία συγγνώμη δεν μπορεί να αλλάξει την ιστορία. Όμως μπορεί να βοηθήσει να αναγνωριστούν ιστορικά λάθη, έτσι ώστε οι τωρινές και οι μελλοντικές γενιές να αποφεύγουν παρόμοια λάθη στο μέλλον». (βλ. https://www.dw.com/en/denmark-apologizes-for-aiding-nazis/a-1573618 ).

Ο Χέργκελ αναφέρεται σε αυτά τα γεγονότα συνδέοντάς τα με την πολιτική της Δανίας στο προσφυγικό. Χρησιμοποιεί μάλιστα σχετικό απόσπασμα από βιβλίο του Βίλγιαλμουρ Έρν Βίλγιαλμσον (Vilhjálmur Örn Vilhjálmsson)[2] : «οι υποθέσεις που ερεύνησα σχετικά με Εβραίους τους οποίους έστειλαν στο θάνατο Δανοί αξιωματούχοι, παρουσιάζουν τρομακτικές ομοιότητες με την κατάσταση των διωκόμενων Ιρανών σήμερα» (σ. 158) και αναρωτιέται «Η έρευνα του Βίλγιαλμουρ Έρν Βίλγιαλμσον έκανε τον πρωθυπουργό να ζητήσει συγγνώμη, αλλά τι ωφελεί η συγγνώμη, αν 65 χρόνια μετά συνεχίζουμε να διαπράττουμε το ένα δικαστικό σφάλμα μετά το άλλο; Τι ωφελεί να συνεχίζουμε να παίρνουμε αποφάσεις που τυπικά  και νομικά είναι εντάξει, όμως σύμφωνα με τον ανθρωπισμό και την ηθική είναι παράνομες;» (ό.π.).

Γενικότερα σημαντικά θέματα, όπως ο πόλεμος «ενάντια στην τρομοκρατία, υπέρ της δημοκρατίας» και η συμμετοχή της χώρας του σε αυτόν, απασχολούν, επίσης, τον συγγραφέα. Υπενθυμίζουμε ότι η Δανία συμμετείχε στον πόλεμο του Ιράκ, από το 2003 μέχρι το 2007, έχοντας αποστείλει μία στρατιωτική μονάδα (Dancon/Irak) 380 ανδρών, που έφθασαν μέχρι τους 550, ενταγμένο στην «πολυεθνική δύναμη» στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Σε συνέντευξη τύπου, μετά την επιστροφή της στην Κοπεγχάγη, η Ρίκε απαντά στην ερώτηση συναδέλφων της δημοσιογράφων, αν είναι «υπέρ ή κατά του πολέμου στο Ιράκ»: «Οι Αμερικανοί κέρδισαν τον πόλεμο, αλλά έχασαν την ειρήνη. Κάθε μέρα πεθαίνουν αθώα παιδιά και μεγάλοι, και έτσι έρχεται η αμφιβολία. Πόσες ανθρώπινες ζωές αξίζει η δημοκρατία; Εκατό χιλιάδες; Ένα εκατομμύριο; Αυτή την εξίσωση δεν μπορώ να τη λύσω, και απ’ την άλλη, αν η δημοκρατία βασίζεται σε ισλαμική δικτατορία, πνευματικό σκοταδισμό και καταπίεση των γυναικών; Αξίζει αυτό όσο ένα εκατομμύριο ζωές;» (σ. 85).

Ο Χέργκελ κατορθώνει να δημιουργήσει ένα σημαντικό πολιτικό θρίλερ με εκπληκτική πλοκή και ιδιαίτερα ενδιαφέροντες (αν και σε κάποιες περιπτώσεις υπερβολικούς) χαρακτήρες. Προσφέρει μία διεισδυτική και αιχμηρή ματιά στον κόσμο της πολιτικής και της δημοσιογραφίας στη σύγχρονη Δανία και φωτίζει αμείλικτα την αλαζονεία, τη χειραγώγηση, τη διαπλοκή, την εκμετάλλευση και τη διαφθορά στην εκτελεστική και την «τέταρτη» εξουσία.  Ένα λογοτεχνικό «Borgen» που με κέντρο το προσφυγικό και το μεταναστευτικό ασχολείται με σημαντικά θέματα που αφορούν  τελικά τη λειτουργία της δημοκρατίας σε κάθε ευρωπαϊκή κοινωνία.

[1] Για περισσότερο αναλυτικά βλ. Ν. Μ. Γεωργιάδης & Φ.-Ε. Γεωργιάδη (2018), «Κεφ. IV. Οι σκανδιναβικές χώρες κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», στο Ν.Μ. Γεωργιάδης, Σκανδιναβική Αστυνομική Λογοτεχνία. Όψεις της Κοινωνίας και της Πολιτικής, Ηρόδοτος.

[2] Πρόκειται για το Vilhjálmur Örn Vilhjálmsson (2005), Medaljens bagsidejødiske flygtningeskæbner i Danmark 1933-1945 [Η άλλη πλευρά του μεταλλίου. Ιστορίες Εβραίων προσφύγων στη Δανία 1933-1945], Vandkunsten, København.