ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΠΕΛΦΑΣΤ

Neville

Τα φαντάσματα του Μπέλφαστ (The ghosts of Belfast) του Stuart Neville (μτφ. Β. Τζανακάρη), Μεταίχμιο Pocket 2015

Είναι το πρώτο βιβλίο του Ιρλανδού συγγραφέα Στιούαρτ Νέβιλ και κυκλοφόρησε το 2009.

Ο πρωταγωνιστής, ο Τζέρι Φέγκαν, είναι ένας πρώην εκτελεστής του IΡA (Irish Republican Army, Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός), στον οποίο συμμετείχε από νεαρή ηλικία, αντιδρώντας στην καταπίεση και τις διακρίσεις σε βάρος των Καθολικών στη Βόρεια Ιρλανδία. Ένας σκοτεινός, βασανισμένος χαρακτήρας, στα όρια της παράνοιας, στοιχειωμένος από τα φαντάσματα δώδεκα ανθρώπων που έχει σκοτώσει, ακολουθώντας εντολές των ανωτέρων του. Προσπαθεί, χωρίς αποτέλεσμα, να πνίξει τις ενοχές του στο αλκοόλ, και πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος για να σταματήσει το μαρτύριό του και να βρει τη γαλήνη, είναι να σκοτώσει αυτούς που τον έπεισαν να δολοφονήσει τα θύματά του. Με κάθε φόνο που κάνει, ένα από τα φαντάσματα που απαιτούν εκδίκηση εξαφανίζεται και το επόμενο παίρνει τη θέση του.

Μετά τους δύο πρώτους φόνους η κατάσταση περιπλέκεται, αφού αυτοί που γνωρίζουν το παρελθόν του Φέγκαν υποψιάζονται ότι αυτός είναι ο ένοχος και θέλουν να τον σταματήσουν πριν η δράση του φέρει στην επιφάνεια υποθέσεις με μεγάλο πολιτικό αντίκτυπο και βάλει σε κίνδυνο την εύθραυστη ειρήνη που έχει επιτευχθεί στη Βόρεια Ιρλανδία. Παλιοί συμμαχητές του και νυν φιλόδοξοι πολιτικοί και αντίπαλοί του, καθώς και πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών, αρχίζουν ένα ανθρωποκυνηγητό με στόχο τον Φέγκαν. Και αυτός  πρέπει όχι μόνο να συνεχίσει την πορεία του προς την εξιλέωση, αλλά και να προστατεύσει τους δύο μοναδικούς ανθρώπους που αγαπά και τώρα κινδυνεύουν από τους διώκτες του.

Καθώς η υπόθεση εξελίσσεται, οι αναγνώστες έρχονται σε επαφή με γεγονότα από τη σύνθετη ιστορία της Βόρειας Ιρλανδίας, όπως τα βλέπει ο συγγραφέας, τα οποία αποτελούν τον καμβά του μυθιστορήματος.

Οι «Ταραχές» («The Troubles»), όπως είναι γνωστή η βίαιη σύγκρουση (που περιγράφεται και ως πόλεμος) στη  Βόρεια Ιρλανδία μεταξύ των «Ενωτικών» (ή «νομιμοφρόνων» – «Unionists», «Loyalists»), κυρίως Προτεσταντών, και των «Δημοκρατικών» (ή «εθνικιστών» – «Republicans», «Nationalists»), στη μεγάλη πλειοψηφία τους Καθολικών, άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τελείωσαν ουσιαστικά το 1998. Αντικείμενο της πολιτικής αυτής σύγκρουσης, η οποία είχε και εθνοτική/θρησκευτική διάσταση, ήταν το συνταγματικό καθεστώς της Βόρειας Ιρλανδίας και η σχέση μεταξύ των δύο κύριων κοινοτήτων. Οι μεν «Ενωτικοί» επεδίωκαν να παραμείνει η Βόρεια Ιρλανδία στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι δε «Δημοκρατικοί» είχαν στόχο να αποχωρήσει από αυτό και να ενωθεί με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.

Οι ρίζες αυτής της αντιπαλότητας συνδέονται με την ιστορία της Ιρλανδίας και φτάνουν πολύ πίσω στον χρόνο, στη βρετανική εισβολή στο νησί κατά τα τέλη του 12ου αιώνα. Οι εξεγέρσεις των Ιρλανδών ενάντια στην κυριαρχία των Άγγλων και στην προσπάθεια των τελευταίων να επιβάλλουν τον προτεσταντισμό είναι συχνές, κυρίως από τον 14ο αιώνα και μετά. Το 1801 καταργείται το ιρλανδικό κοινοβούλιο και η Ιρλανδία γίνεται μέρος του νέου τότε Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας.

Μετά την Εξέγερση του Πάσχα το 1916 και τον Ιρλανδικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (1919-1921), αναγνωρίζεται με την Αγγλο-ιρλανδική Συνθήκη ως ανεξάρτητο, ελεύθερο κράτος (εντός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας) το μεγαλύτερο μέρος της χώρας στον Νότο, ενώ το βορειοανατολικό τμήμα της, έξι κομητείες γνωστές ως Βόρεια Ιρλανδία, παραμένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι σε αυτή την περιοχή, το Όλστερ, είχε εγκατασταθεί ήδη από τον 17ο αιώνα μεγάλος αριθμός Άγγλων και Σκωτσέζων, προτεσταντών  εποίκων και μεταναστών, οι οποίοι παρέμεναν πάντα πιστοί στους Βρετανούς βασιλείς. Οι «πολιτικοθρησκευτικές» συγκρούσεις, οι διακρίσεις και η καταπίεση των καθολικών χρονολογούνται στο Όλστερ ήδη από εκείνη την εποχή.

Ο IΡA ιδρύθηκε ως ένοπλη στρατιωτική οργάνωση τον Ιανουάριο του 1919, με στόχους την ίση μεταχείριση προτεσταντών και καθολικών, την πλήρη ανεξαρτησία της Βόρειας Ιρλανδίας από τη Μεγάλη Βρετανία και, τελικά, την ενσωμάτωσή της στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Μετά τη λήξη του Πολέμου της Ανεξαρτησίας ένα μέρος της οργάνωσης, οι «Άτακτοι» (The Irregulars), απέρριψε τη συμφωνία ως μη ικανοποιητική και θεωρούσε ότι έπρεπε να συνεχιστεί ο ένοπλος αγώνας. Αυτοί που συμφωνούσαν με την αγγλοϊρλανδική συνθήκη δημιούργησαν τον τακτικό στρατό του Ελεύθερου Ιρλανδικού Κράτους (Irish Free State Army), ο οποίος επικράτησε του «στρατού των Ατάκτων» στον σύντομο αλλά σφοδρό εμφύλιο που ακολούθησε (1922-1923). Ωστόσο, ο IΡA δεν διαλύθηκε ούτε παρέδωσε τα όπλα, αν και κηρύχθηκε παράνομος αρκετές φορές κατά τα επόμενα χρόνια.

Το 1948 η Δημοκρατία της Ιρλανδίας ανεξαρτητοποιείται πλήρως, αποχωρώντας από τη Βρετανική Κοινοπολιτεία, και οι δραστηριότητες του IΡA στρέφονται στη βόρεια περιοχή η οποία εξακολουθεί να αποτελεί μέρος της Μεγάλης Βρετανίας.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, περίοδο σημαντικών γεγονότων διεθνώς (Μάης ’68, Άνοιξη της Πράγας, Κίνημα για Πολιτικά Δικαιώματα στις ΗΠΑ), δημιουργούνται από τους καθολικούς του Όλστερ ομάδες για την κατοχύρωση και υπεράσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων, με σημαντικότερη την «Βορειοϊρλανδική Ένωση για τα Πολιτικά Δικαιώματα» (Northern Ireland Civil Rights Association, NICRA), οι οποίες στηρίζονται ενεργά από τον ΙΡΑ.

Στις 12 Αυγούστου 1969, μία παρέλαση των Loyalists στο Ντέρυ (όπου η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων είναι καθολικοί) καταλήγει σε ένα διήμερο συγκρούσεων μεταξύ των Εθνικιστών και της Βασιλικής Χωροφυλακής του Όλστερ (Royal Ulster Constabulary, RUC). Τα γεγονότα, γνωστά ως «η μάχη του Μπόγκσαϊντ», από το όνομα της περιοχής των καθολικών όπου διαδραματίσθηκαν, πυροδοτούν ταραχές στο Μπέλφαστ και σε άλλες πόλεις, με αποτέλεσμα να σταλεί ο βρετανικός στρατός για να «αποκαταστήσει την τάξη». Αυτή είναι η αρχή των «Ταραχών».

Ο IΡA στη Βόρεια Ιρλανδία («Προσωρινός IΡA», Provisional IRA) αρχικά έχει ως στόχο την προστασία των καθολικών περιοχών από τη Χωροφυλακή και τις παραστρατιωτικές ομάδες των Ενωτικών (σημαντικότερες ήταν η «Εθελοντική Δύναμη του Όλστερ» – Ulster Volunteer Force, UVF, και η «Αμυντική Ένωση του Όλστερ» – Ulster Defence Association, UDA). Αργότερα αρχίζει ανταρτοπόλεμο εναντίον του Στρατού και της Χωροφυλακής με κύριο στόχο τη διαπραγμάτευση για απόσυρση των Βρετανών από τη Βόρεια Ιρλανδία.

Κατά τη δεκαετία του 1970 η κατάσταση κλιμακώνεται με συχνές συγκρούσεις στο Μπέλφαστ και το Ντέρυ, αύξηση των βομβιστικών επιθέσεων σε δημόσιους χώρους και από τις δύο πλευρές, εγκατάσταση συρματοπλεγμάτων και ανέγερση τοίχων σε περιοχές του Μπέλφαστ ώστε να μην είναι δυνατή η επαφή μεταξύ των περιοχών «Δημοκρατικών» και «Ενωτικών».

Στις 30 Ιανουαρίου 1972 (ημέρα γνωστή πια ως «Ματωμένη Κυριακή» – Bloody Sunday) η ένταση παίρνει δραματικές διαστάσεις όταν Βρετανοί αλεξιπτωτιστές ανοίγουν πυρ εναντίον Καθολικών που διαδήλωναν για τα πολιτικά δικαιώματα στο Ντέρυ, με τελικό απολογισμό 14 νεκρούς και 13 τραυματίες[1]. Στις 21 Ιουλίου του ίδιου χρόνου («Ματωμένη Παρασκευή») εκρήγνυνται στο Μπέλφαστ περισσότερες από 20 βόμβες, τοποθετημένες από τον ΙΡΑ, που προκαλούν 9 θανάτους και πολλούς τραυματισμούς. Τα επόμενα χρόνια, παρά τις ειρηνευτικές προσπάθειες και τις διαπραγματεύσεις, η βία, οι βομβιστικές επιθέσεις και οι ακρότητες συνεχίζονται και από τις δύο πλευρές.

To 1976 η βρετανική κυβέρνηση αφαιρεί από τους φυλακισμένους μαχητές του ΙΡΑ την ιδιότητά τους ως «πολιτικών κρατουμένων» (θεωρούνται πλέον «κρατούμενοι κοινού ποινικού δικαίου»), με αποτέλεσμα διάφορες μορφές διαμαρτυρίας που κορυφώνονται με απεργίες πείνας κατά την περίοδο 1980-1981. Η ανυποχώρητη στάση της πρόσφατα εκλεγμένης πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ (Margaret Thatcher) οδηγεί στον θάνατο 10 απεργούς μεταξύ των οποίων και ο ηγέτης τους Μπόμπυ Σαντς (Robert Gerard Sands), ο οποίος είχε εκλεγεί μέλος της βρετανικής Βουλής ένα μήνα πριν, ενώ ήταν φυλακισμένος.

Οι μακρόχρονες ειρηνευτικές προσπάθειες συνεχίζονται παρά τα πολλά αιματηρά γεγονότα που μεσολαβούν (βομβιστικές επιθέσεις του ΙΡΑ στο Συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος στο Μπράιτον το 1984 και αργότερα στο Λονδίνο, δολοφονίες και από τις δύο πλευρές στη Βόρεια Ιρλανδία, εκτέλεση τριών μελών του ΙΡΑ από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες στο Γιβραλτάρ κλπ.) και μετά από πολλές αποτυχίες οδηγούν στη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής» ή «Συμφωνία του Μπέλφαστ» (Good Friday Agreement ή Belfast Agreement) στις 10 Απριλίου 1998. Η συμφωνία επικυρώνεται με δημοψηφίσματα που διεξάγονται ταυτόχρονα σε Νότια και Βόρεια Ιρλανδία και από τότε έχει υποστεί τροποποιήσεις και βελτιώσεις.

Στις 28 Ιουλίου 2005 ο ΙΡΑ διακηρύττει επίσημα το τέλος του ένοπλου αγώνα και παροπλίζεται, όπως και οι κύριες παραστρατιωτικές οργανώσεις των Loyalists, η UVF και η UDA. Από τις εκλογές του 2007 προέκυψε κυβέρνηση με τα δύο βασικά κόμματα, το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (Democratic Unionist Party, DUP) των ενωτικών και το Σιν Φέιν (Sinn Féin, SF), ιστορικά συνδεδεμένο με τον ΙΡΑ.

Η γενική γνώση της ταραγμένης ιστορίας της Βόρειας Ιρλανδίας διευκολύνει τους αναγνώστες να κατανοήσουν τα ιστορικά και πολιτικά ζητήματα που σχετίζονται στενά με την υπόθεση, όπως και τη στάση του συγγραφέα, δεν είναι όμως προϋπόθεση για να διαβάσει κάποιος το βιβλίο.

Ο Νέβιλ προσφέρει ένα μυθιστόρημα στο οποίο καθρεφτίζεται η πολύπλοκη σύγχρονη ιστορία της Βόρειας Ιρλανδίας και απεικονίζει παραστατικά και με πειστικό τρόπο μία κοινωνία με νωπά ακόμη τραύματα που φαίνεται να έχει αποδεχθεί μία υποκριτική ειρήνη γιατί απλώς είναι η καλύτερη από τις άλλες υπαρκτές λύσεις, ενώ αντιμετωπίζει με κατανόηση και χωρίς συναισθηματισμούς τους σύνθετους, πολυεπίπεδους χαρακτήρες του.

 

 

[1] Η ευθύνη για την έναρξη των πυροβολισμών που είχαν ως αποτέλεσμα την αιματοχυσία αποτέλεσε επίμαχο θέμα στη βρετανική πολιτική σκηνή επί 40 σχεδόν χρόνια. Το 1998 δημιουργήθηκε από την κυβέρνηση του Τόνι Μπλερ (Tony Blair) επιτροπή με πρόεδρο τον δικαστή Mark Saville (Baron Saville of Newdigate) για να ερευνήσει το θέμα. Το 2010 δόθηκε στη δημοσιότητα το τελικό πόρισμα της Επιτροπής, σύμφωνα με το οποίο οι Βρετανοί αλεξιπτωτιστές άρχισαν να πυροβολούν τους άοπλους διαδηλωτές, «οι οποίοι δεν αποτελούσαν απειλή για πρόκληση θανάτου ή σοβαρού τραυματισμού», και έδρασαν έτσι «χάνοντας τον αυτοέλεγχό τους, ξεχνώντας ή αγνοώντας τις οδηγίες που είχαν και όσα είχαν μάθει κατά την εκπαίδευσή τους» (βλ. και https://www.bbc.com/news/10319881). Με μία ιστορική ομιλία του στη Βουλή των Κοινοτήτων ο τότε πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον (David Cameron) ζήτησε δημόσια συγγνώμη για τα γεγονότα της «Ματωμένης Κυριακής» (βλ. και https://www.bbc.com/news/10322295).