ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ ΣΑΝ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ

περσσον

Ελεύθερη πτώση σαν σε όνειρο (Faller fritt som i en dröm) του Leif G. W. Persson (μτφ. Γρ. Ν. Κονδύλης), Ψυχογιός 2013

Το Ελεύθερη πτώση σαν σε όνειρο είναι το τελευταίο βιβλίο της τριλογίας του Λέιφ Πέρσον (τα άλλα δύο είναι το Ένας ατέλειωτος σουηδικός χειμώνας και το Άλλη εποχή, άλλη ζωή) με γενικό τίτλο Ιστορία ενός εγκλήματος, η οποία ασχολείται με τη σουηδική πολιτική και την κοινωνία κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και τη δολοφονία του πρωθυπουργού Ούλοφ Πάλμε. Αν και στα δύο πρώτα βιβλία υπάρχουν συχνά αναφορές στον Πάλμε, εδώ η υπόθεση σχετίζεται άμεσα με τη δολοφονία του, καθώς το Ελεύθερη πτώση σαν σε όνειρο αποτελεί ουσιαστικά μία λεπτομερή λογοτεχνική αναπαράσταση των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτή, των συνεπειών της και της έρευνας που ακολούθησε.

Η πλοκή τοποθετείται στο 2007. Ο Λαρς Μάρτιν Γιούχανσον (γνωστός ήδη από προηγούμενα βιβλία του Πέρσον), επικεφαλής πλέον της Κεντρικής Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών αποφασίζει λίγο πριν τη συνταξιοδότησή του να κάνει μία ακόμη, φαινομενικά απεγνωσμένη, προσπάθεια για να εξιχνιάσει τη δολοφονία του Πάλμε, η οποία σε τέσσερα χρόνια μπορεί να παραγραφεί λόγω παρέλευσης 25ετίας. Ο Γιούχανσον, όπως και πολλοί Σουηδοί, θεωρεί την υπόθεση Πάλμε αγιάτρευτο τραύμα στο σώμα της χώρας, αλλά και ντροπή για την αστυνομία, και έτσι, επιλέγοντας να μην ακολουθήσει τις τυπικές διαδικασίες, συστήνει μία ομάδα από τους καλύτερους ερευνητές του, την αστυνομική διευθύντρια Άννα Χολτ, τον αρχιεπιθεωρητή Γιαν Λεβίν και την αρχιεπιθεωρήτρια Λίσα Ματέι. «‘Αυτό που θέλω είναι μια second opinion, μια δεύτερη γνώμη δηλαδή. Όχι μια νέα έρευνα. Μόνο μια second opinion από μερικούς έξυπνους συναδέλφους που θα δουν τα πράγματα με άλλο μάτι. Θέλω να μελετήσετε τα πορίσματα της έρευνας που έχει γίνει’, συνέχισε. ‘Υπάρχει κάτι που θα έπρεπε να κάνουμε αλλά δεν το κάναμε; Υπάρχει κάτι στο υλικό που μας ξέφυγε και που αξίζει να το δούμε; Κάτι που μπορούμε ακόμα να δούμε; Αν υπάρχει θέλω να το μάθω, αυτό είναι όλο.’» (σ. 14).

Η ομάδα του Γιούχανσον εξετάζει λεπτομερώς και οργανώνει έναν φοβερό όγκο στοιχείων που είχε συγκεντρωθεί για την υπόθεση (καταθέσεις μαρτύρων, προφίλ του δολοφόνου κλπ.). Επίσης, ερευνά από την αρχή τις διάφορες θεωρίες  που είχαν διατυπωθεί σχετικά με τα κίνητρα και την ταυτότητα του δολοφόνου, σύμφωνα με τις οποίες ύποπτοι ήταν οι Κούρδοι του ΡΚΚ, ή μία ομάδα δεξιών συνωμοτών από την Αστυνομία και την Ασφάλεια, ή το ρατσιστικό καθεστώς της Νότιας Αφρικής…

Στη διάρκεια της εξονυχιστικής έρευνας οι κεντρικοί χαρακτήρες έρχονται αντιμέτωποι με ύποπτους για τη συνομωσία, αλλά και με διεφθαρμένους συναδέλφους τους και ακροδεξιούς πυρήνες μέσα στην αστυνομία.

Ο Ούλοφ Πάλμε (Sven Olof Joachim Palme) είναι, ίσως, ο πιο γνωστός διεθνώς Σουηδός πολιτικός του 20ού αιώνα. Ήταν ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος από το 1969 μέχρι το 1986, και πρωθυπουργός από το 1969 μέχρι το 1976 και από το 1982 έως τον θάνατό του. Ο Πάλμε ήταν μία σημαντική προσωπικότητα με πολιτικές θέσεις που προκάλεσαν πολλές συζητήσεις στην εσωτερική αλλά και στη διεθνή πολιτική σκηνή[1].

Ακολούθησε μια αδέσμευτη πολιτική απέναντι στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα διάφορα απελευθερωτικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου, όπως το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο και η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, και αριστερά κινήματα της Κεντρικής Αμερικής. Πρωτοστάτησε σε εκστρατείες ενάντια στην εξάπλωση των πυρηνικών όπλων και τάχθηκε υπέρ της καταδίκης του ρατσιστικού καθεστώτος της Νότιας Αφρικής αλλά και της δικτατορίας του Πινοσέτ στη Χιλή.

Με την πολιτική που ακολουθούσε δημιούργησε πολλές συμπάθειες, αλλά και εχθρούς, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό της χώρας, όπου αρκετοί θεωρούσαν τις απόψεις του πολύ αριστερές. Ενδεικτικό γεγονός της στάσης στελεχών των ενόπλων δυνάμεων εναντίον του είναι και η δημοσίευση κειμένου από αξιωματικούς του Ναυτικού σε σουηδική εφημερίδα, στο οποίο τον κατηγορούσαν ουσιαστικά σαν προδότη που δεν προστάτευε τα συμφέροντα της χώρας έναντι της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο Πάλμε δολοφονήθηκε αργά το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου 1986 στην κεντρική οδό Σβέαβεγκεν της Στοκχόλμης, καθώς επέστρεφε στο σπίτι του με τη σύζυγό του Λίζμπετ από έναν κινηματογράφο, χωρίς συνοδεία ασφαλείας, αν και είχε δεχθεί απειλές για τη ζωή του. Ο δολοφόνος τον πλησίασε από πίσω και τον πυροβόλησε από κοντινή απόσταση, όπως και τη Λίζμπετ Πάλμε που επέζησε χωρίς να τραυματιστεί σοβαρά.

Οι ενέργειες των αρχών αμέσως μετά τη δολοφονία, αλλά και κατά το κρίσιμο πρώτο διάστημα της έρευνας, ήταν τόσο ασυντόνιστες που έδωσαν τροφή σε θεωρίες σχετικά με την εμπλοκή της Αστυνομίας και της Ασφάλειας στην υπόθεση.

Λίγες ημέρες αργότερα προσήχθη για ανάκριση ως ύποπτος ο Βίκτορ Γκούναρσον (Victor Gunnarsson), ένας ακροδεξιός που συνδεόταν με διάφορες εξτρεμιστικές ομάδες, και που αργότερα αφέθηκε ελεύθερος. Η επίσημη έρευνα στράφηκε αρχικά σε Κούρδους εθνικιστές που θεωρούσαν ότι η υποστήριξη του Πάλμε στον αγώνα τους δεν ήταν ικανοποιητική, ενώ αργότερα εμφανίστηκαν θεωρίες οι οποίες απέδιδαν την ευθύνη για τη δολοφονία στο ρατσιστικό καθεστώς της Νότιας Αφρικής, στη φασιστική κυβέρνηση της Χιλής (με τη βοήθεια της CIA), στους Κροάτες Ουστάσι κλπ., και που τελικά εγκαταλείφθηκαν, καθώς φάνηκε ότι στηρίζονταν σε αδύναμες υποθέσεις. Στη συνέχεια δημιουργήθηκαν υποψίες για εμπλοκή του τότε αρχηγού της Αστυνομίας και υπεύθυνου της έρευνας Χανς Χολμέρ (Hans Holmér) σε πιθανή συνωμοσία ακροδεξιών αστυνομικών.

Αυτοί που διαδέχθηκαν τον Χολμέρ έστρεψαν την προσοχή τους στον Κρίστερ Πέτερσον (Christer Pettersson), έναν μοναχικό αλκοολικό και τοξικομανή με εγκληματικό παρελθόν. Ο Πέτερσον καταδικάστηκε για τη δολοφονία το 1988 αλλά τελικά αθωώθηκε ένα χρόνο αργότερα, μετά από έφεση, λόγω ανεπαρκών στοιχείων.

Αργότερα διατυπώθηκε η άποψη ότι οι δράστες ήταν Σουηδοί ακροδεξιοί, ειδικά μέσα από την αστυνομία και τις ένοπλες δυνάμεις, που έδρασαν με δική τους πρωτοβουλία, και ίσως σε γνώση της CIA ή άλλων μυστικών υπηρεσιών. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι η δολοφονία σχετιζόταν με το διεθνές εμπόριο όπλων της σουηδικής βιομηχανίας Bofors[2].

Η δολοφονία, που παραμένει ανεξιχνίαστη μετά από 30 χρόνια, θεωρείται αντίστοιχη με αυτήν του Τζον Κέννεντι για τις ΗΠΑ, και οι συνέπειές της ήταν σημαντικές, αφού αποτέλεσε τραύμα για τη Σουηδία και άλλαξε την εικόνα της χώρας τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Πολλοί θεωρούν ότι η δολοφονία του Πάλμε και η αναποτελεσματική αστυνομική έρευνα συνέβαλαν στην ανάπτυξη της σκανδιναβικής (και κυρίως της σουηδικής) αστυνομικής λογοτεχνίας.

Ο Πέρσον δημιουργεί, όπως και στα άλλα βιβλία του, ρεαλιστικούς χαρακτήρες και διαλόγους, και με επιδεξιότητα συνθέτει σε μία περίπλοκη αλλά και συνεκτική αφήγηση το πλήθος των πληροφοριών και των θεωριών που έχουν αναπτυχθεί σε σχέση με τη δολοφονία. Χρησιμοποιεί πλήθος λεπτομερειών σε πολλά αποσπάσματα που απαιτούν την προσοχή του αναγνώστη, και συνδυάζει με επιτυχία τον κοινωνικό και πολιτικό σχολιασμό με το σκοτεινό χιούμορ και την καυστική σάτιρα για το σουηδικό κράτος και την αστυνομία.

Πρόκειται για ένα πολύ καλό και πειστικό αστυνομικό πολιτικό θρίλερ, που κλείνει με ιδανικό τρόπο την τριλογία Ιστορία ενός εγκλήματος.

[1] Βλέπε και Ν. Μ. Γεωργιάδης (2018), Σκανδιναβική Αστυνομική Λογοτεχνία. Όψεις της Κοινωνίας και της Πολιτικής, Ηρόδοτος.

[2] Το πολιτικό «σκάνδαλο Bofors» ξέσπασε στη Σουηδία και την Ινδία κατά τη δεκαετία του 1980 και αφορούσε τη δωροδοκία ανώτατων κυβερνητικών αξιωματούχων που εμπλέκονταν στην προμήθεια όπλων αξίας περίπου 1 δις δολαρίων ΗΠΑ από τη σουηδική εταιρεία στον ινδικό στρατό.