Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ

araldur - lake

Ο άνθρωπος της λίμνης (Kleifarvatn) του Arnaldur Indriðason (μτφ. Ν. Προδρομίδου), Μεταίχμιο 2014

Το Ο άνθρωπος στη λίμνη είναι το έκτο μυθιστόρημα του Ιντρίδασον στη σειρά με ήρωα τον επιθεωρητή Έρλεντουρ.

Ένας ανθρώπινος σκελετός ανακαλύπτεται μισοθαμμένος στον πυθμένα της αποστραγγισμένης λίμνης Κλέιβαρβατν.  Μία τρύπα στο κρανίο και ένας παλιός, σοβιετικής κατασκευής πομποδέκτης που ήταν δεμένος στο πόδι για να κρατάει το πτώμα βυθισμένο  περιπλέκουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση.

Ο Έρλεντουρ ανακαλείται από τις διακοπές του και αναλαμβάνει να εξιχνιάσει το μυστήριο. Αφού ελέγχει, χωρίς αποτέλεσμα, αν υπάρχει σχέση με τις εξαφανίσεις που έχουν αναφερθεί πριν από 40-50 χρόνια, εξετάζει την περίπτωση ο νεκρός να μην είναι Ισλανδός. Η έρευνα προχωρεί με αργό ρυθμό καθώς ο Έρλεντουρ και οι  συνεργάτες του συζητούν με ξένους διπλωμάτες που υπηρετούν στη χώρα και φαίνεται ότι ο καθένας έχει τους λόγους του για να κρατά μυστικό το παρελθόν, προσπαθώντας να βρουν αν ο νεκρός είναι όντως ξένος και αν δρούσε ως κατάσκοπος στη χώρα.

Η έρευνα οδηγεί σε μια ομάδα νεαρών Ισλανδών που είχαν σταλεί κατά τη δεκαετία του 1950 να σπουδάσουν στη Λειψία, και η ιστορία τους γίνεται γνωστή με αναδρομές στο παρελθόν. Περιγράφεται η ζωή τους, η σκοτεινή καθημερινότητα υπό την άγρυπνη εποπτεία και τη συνεχή παρακολούθηση των Αρχών της τότε Ανατολικής Γερμανίας, οι σχέσεις και οι συγκρούσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους και με άλλους συμφοιτητές τους σχετικά με την εφαρμογή του σοσιαλισμού αλλά και για προσωπικά θέματα, και σταδιακά αποκαλύπτονται τα αίτια της δολοφονίας και η ταυτότητα του θύματος.

Ο Ιντρίδασον ασχολείται με σημαντικά θέματα της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου, τόσο γενικότερα, όσο και στην Ισλανδία.

Το ένα από τα ευρύτερα γνωστά γεγονότα που παίζουν ρόλο στην υπόθεση είναι η δράση της διαβόητης Στάζι, της «Υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας» στην πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Η Στάζι (Staatssicherheitsdienst, SSD) ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1950 με σκοπό την παρακολούθηση των πολιτών της χώρας αλλά και την κατασκοπεία στις Δυτικές χώρες. Ήταν ένας από τους πιο αποτελεσματικούς κατασταλτικούς και κατασκοπευτικούς μηχανισμούς και οι δραστηριότητες της, αλλά και το τεράστιο δίκτυο που είχε στηθεί για τους σκοπούς της (δεκάδες χιλιάδες «επίσημοι» υπάλληλοι και πολλαπλάσιοι πληροφοριοδότες), αποκαλύφθηκαν σε μεγάλο βαθμό μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και του καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας.

Αναφορά γίνεται, επίσης, στην «ουγγρική επανάσταση» (23 Οκτωβρίου – 10 Νοεμβρίου 1956), μία σημαντική εξέγερση κατά της κυβέρνησης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, η οποία ξεκίνησε από μια φοιτητική διαδήλωση που προσέλκυσε χιλιάδες κόσμο, με αιτήματα την παραχώρηση ελευθεριών και την προώθηση δημοκρατικών διαδικασιών, και κλιμακώθηκε παίρνοντας ανεξέλεγκτες διαστάσεις, με αποτέλεσμα τη σοβιετική επέμβαση, την αλλαγή πρωθυπουργού [επανήλθε στη θέση ο Ίμρε Νάγκι (Imre Nagy)] και την απόσυρση των Σοβιετικών στις 28 Οκτωβρίου. Όταν ο Νάγκι ανήγγειλε στις 31 Οκτωβρίου την αποχώρηση της Ουγγαρίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και ζήτησε να αναγνωριστεί η ουγγρική ουδετερότητα, ο σοβιετικός στρατός εισέβαλε για δεύτερη φορά στη Βουδαπέστη στις 4 Νοεμβρίου και συνέτριψε την εξέγερση.

Οι αναφορές στα παραπάνω έχουν σημασία για την υπόθεση, όμως ο Ιντρίδασον ασχολείται κυρίως με τη λιγότερο γνωστή στους αναγνώστες μεταπολεμική ιστορία της Ισλανδίας, γεγονότα στα οποία αναφερόμαστε εντελώς περιληπτικά.

Μέχρι το 1944 η Ισλανδία ήταν ένα αυτοδιοικούμενο κράτος με αρχηγό τον βασιλιά της Δανίας, και με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τήρησε ουδετερότητα, όπως άλλωστε και η Δανία. Ωστόσο, η σημαντική θέση της στις θαλάσσιες οδούς του Βόρειου Ατλαντικού είχε προκαλέσει το αυξημένο ενδιαφέρον της Γερμανίας από τη δεκαετία του 1930, προκαλώντας την ανησυχία της Βρετανίας. Οι επίμονες προσπάθειες των Βρετανών να πείσουν την ισλανδική κυβέρνηση να ταχθεί με το μέρος των Συμμάχων δεν είχαν αποτέλεσμα, αφού οι Ισλανδοί επέμεναν στην ουδετερότητα, και έτσι, μετά την αποτυχία των διπλωματικών πιέσεων, οι βρετανικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ισλανδία στις 10 Μαΐου 1940, ένα μήνα μετά τη ναζιστική εισβολή στη Δανία.

Στις 7 Ιουλίου 1941 οι (ακόμη ουδέτερες, τότε) ΗΠΑ, που έχουν αρχίσει να εκτιμούν τη σπουδαιότητα της Ισλανδίας λόγω της στρατηγικής θέσης της, αναλαμβάνουν σε συμφωνία με την ισλανδική κυβέρνηση την άμυνα της χώρας. Έτσι, οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις παίρνουν τη θέση των βρετανικών που αποχωρούν, δίνοντας ταυτόχρονα την υπόσχεση πως θα φύγουν μετά το τέλος του πολέμου. Η Ισλανδία αποτελεί μοναδική περίπτωση ουδέτερης ευρωπαϊκής χώρας που ήταν σε όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπό την κατοχή των Συμμαχικών στρατευμάτων.

Το 1944 η Ισλανδία, και με την υποστήριξη των ΗΠΑ, ανακηρύσσεται ανεξάρτητη, ενώ οι Αμερικανοί, παρά την αρχική υπόσχεση, ζητούν επίσημα την παραμονή του στρατού τους στη χώρα. Η ισλανδική κυβέρνηση αρνείται, αλλά τελικά τον Σεπτέμβριο του 1946 υπογράφεται η «συμφωνία του Κέπλαβικ» που θεωρείται από τα κεντρώα και τα αριστερά κόμματα ως παραβίαση της πολιτικής της ουδετερότητας, και αποτέλεσε την αιτία που διαλύθηκε η κυβέρνηση συνασπισμού.

Με την όξυνση του Ψυχρού Πολέμου η Ισλανδία έγινε ιδρυτικό μέλος του ΝΑΤΟ, παρά τις αντιδράσεις κυρίως των Σοσιαλιστών, αλλά και μέρους των Προοδευτικών και των Εργατικών.

Με τη νέα αμυντική συμφωνία του 1951 (που ακύρωνε ουσιαστικά αυτήν του Κέπλαβικ), οι ΗΠΑ ανέλαβαν την ευθύνη για την άμυνα της Ισλανδίας για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα και περίπου 4000 Αμερικανοί στρατιώτες εγκαταστάθηκαν στη χώρα. Η βάση τους εκεί αποτέλεσε σημαντικό κέντρο επικοινωνιών και μετακινήσεων προς την Ευρώπη, αλλά και παρακολούθησης των σοβιετικών υποβρυχίων. Τελικά, οι Αμερικανοί παρέμειναν στη χώρα μέχρι το 2006.

Σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου υπήρχε αντίδραση στην αμερικανική παρουσία στην Ισλανδία από το αντιπολεμικό κίνημα. Μάλιστα, δεν έλειψαν οι όχι τόσο συνηθισμένες στις Βόρειες χώρες παρακολουθήσεις «υπόπτων κομμουνιστών και συμπαθούντων». Ταυτόχρονα, όπως και στη Δανία και τη Νορβηγία, είχε αναπτυχθεί έντονη αντιπαράθεση και δημόσια συζήτηση σχετικά με την πιθανή αποθήκευση πυρηνικών όπλων στη χώρα.

Ο Ιντρίδασον με μία ψύχραιμη, χαμηλών τόνων αφήγηση, αλλά και με ευαισθησία, δημιουργεί ένα ακόμη καλό μυθιστόρημα και ασχολείται με το αγαπημένο θέμα του, την ιστορία της χώρας του μεταπολεμικά.