ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ ΚΟΥΡΤ ΒΑΛΑΝΤΕΡ

φθινόπωρο

Το φθινόπωρο του Κουρτ Βαλάντερ (Den orolige mannen) του Henning Mankell (μτφ. Λ. Καλοβυρνάς), Ψυχογιός 2013

Το μυθιστόρημα «Το φθινόπωρο του Κουρτ Βαλάντερ» εκδόθηκε στη Σουηδία το 2009 και είναι το τελευταίο της σειράς με ήρωα τον Κουρτ Βαλάντερ.

Ο Χόκαν φον Ένκε είναι απόστρατος αντιπλοίαρχος του Σουηδικού Ναυτικού, με μεγάλη φήμη στους στρατιωτικούς κύκλους της χώρας. Είναι, επίσης, ο πατέρας του συντρόφου της Λίντα, της κόρης του Βαλάντερ. Κατά τη διάρκεια της γιορτής για τα 75α γενέθλια του, εκμυστηρεύεται στον Βαλάντερ κάποια άγνωστα γεγονότα από τη δεκαετία του 1980, 25 χρόνια πριν, όταν ξένα υποβρύχια είχαν εντοπιστεί στα χωρικά ύδατα της Σουηδίας. Τρεις μήνες αργότερα, συμβαίνει κάτι που σοκάρει τους πάντες: ο Χόκαν φον Ένκε εξαφανίζεται χωρίς ίχνος, ενώ έκανε τον καθημερινό του περίπατο, προκαλώντας, όπως είναι φυσικό, μεγάλη αναστάτωση τόσο στην οικογένειά του όσο και στις Αρχές.

Η εντατική αστυνομική έρευνα δεν έχει αποτελέσματα και καθώς ο καιρός περνά η υπόθεση παραμένει ανεξιχνίαστη. Όμως, ο Βαλάντερ προβληματίζεται για το αν η εξαφάνιση του «συμπέθερού» του σχετίζεται με τις αποκαλύψεις που είχε κάνει και, παρότι ταλαιπωρείται από προβλήματα υγείας που όλο και χειροτερεύουν, συνεχίζει να ασχολείται ανεπίσημα με την υπόθεση, παραμελώντας τα καθήκοντά του στην αστυνομία του Ίσταντ, και να ερευνά στοιχεία από το περιβάλλον του αγνοούμενου. Σταδιακά συνειδητοποιεί ότι οι πληροφορίες που συγκεντρώνει τον οδηγούν στο παρελθόν, στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και στις πολύκροτες υποθέσεις παραβίασης των χωρικών υδάτων της Σουηδίας από σοβιετικά υποβρύχια, σε ιστορίες κατασκοπίας και σε υποψίες για συνωμοτικές κινήσεις αξιωματικών ενάντια στον πρωθυπουργό της χώρας. Και ενώ ο φον Ένκε αγνοείται ήδη δύο μήνες, εξαφανίζεται και η σύζυγός του, η Λουίζ…

 

Στο «Φθινόπωρο» βρίσκουμε βασικά χαρακτηριστικά των έργων του Μάνκελ, την ενδιαφέρουσα υπόθεση, τις κριτικές αναφορές σε κοινωνικοπολιτικά θέματα (η εξαφάνιση του φον Ένκε και το σκοτεινό παρελθόν του κατά τον Ψυχρό Πόλεμο) και τους «ζωντανούς» χαρακτήρες (ανάμεσα τους και κάποιοι που έχουν σημαδέψει τη ζωή του ήρωα). Εδώ, όμως, ο συγγραφέας φαίνεται να εστιάζει το ενδιαφέρον του όχι μόνο στο «μυστήριο» και την προσπάθεια για την εξιχνίαση της εξαφάνισης αλλά, κυρίως, στη διαδικασία αποδόμησης του χαρακτήρα του Βαλάντερ. Περιγράφει, έτσι, δεξιοτεχνικά την επιδείνωση των προβλημάτων υγείας του ήρωα, που βρίσκεται στο φθινόπωρο της ζωής του, και τα συναισθήματά του απέναντι στο παρελθόν που τον στοιχειώνει αλλά και στο αβέβαιο μέλλον.

Στο βιβλίο, ο Μάνκελ ασχολείται με τις σχέσεις της Σουηδίας με τις δύο υπερδυνάμεις κατά τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Η πρόθεσή του γίνεται φανερή ήδη από την αρχή του προλόγου, όταν περιγράφεται το «αναπάντεχο ξέσπασμα θυμού» του πρωθυπουργού Ούλοφ Πάλμε, με αφορμή την έκθεση της εξεταστικής επιτροπής για τα «καταραμένα υποβρύχια» (σ. 11-12) που είχαν εντοπιστεί στα σουηδικά χωρικά ύδατα το 1982 και το 1983 (βλ. παρακάτω). Αυτές οι παραβιάσεις, τις οποίες ο Μάνκελ θεωρούσε ως ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην πολιτική ιστορία της Σουηδίας, αποτελούν τη βάση της πλοκής. Προτού αναφερθούμε στο θέμα των υποβρυχίων, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η Σουηδία ακολούθησε επίσημα μια αυστηρή πολιτική ουδετερότητας. Παράλληλα, όμως, διατηρούσε με άκρα μυστικότητα μέχρι και τη δεκαετία του 1960 στενές σχέσεις με τη Δύση και ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ, αλλά και με τη Νορβηγία και τη Δανία, γειτονικές της χώρες και μέλη του ΝΑΤΟ, για συνεργασία σε περίπτωση πολέμου. Οι σχέσεις αυτές ατονούν με την νέα «ενεργή εξωτερική πολιτική» που ακολουθείται κυρίως από το 1969, όταν αναλαμβάνει για πρώτη φορά πρωθυπουργός ο Πάλμε, μια πολιτική που χαρακτηρίζεται από έντονη παρέμβαση σε διεθνή θέματα (και ιδιαίτερα σε αυτά που σχετίζονται με τον «Τρίτο Κόσμο») και έρχεται συχνά σε αντίθεση με τις θέσεις των ΗΠΑ, κυρίως όσον αφορά στην καταδίκη του πυρηνικού εξοπλισμού και των δικτατορικών καθεστώτων σε διάφορες χώρες.
Στις ψυχροπολεμικές συνθήκες και με δεδομένη τη γεωγραφική θέση της Σουηδίας στην έξοδο της Βαλτικής θάλασσας, καταγράφονται, ήδη από το 1962, παραβιάσεις των σουηδικών χωρικών υδάτων από ξένα υποβρύχια, οι οποίες προκαλούν διεθνές ενδιαφέρον. Αρκετά από αυτά τα περιστατικά ήταν ανεπιβεβαίωτα, ενώ άλλα ήταν σοβαρά και είχαν ως αποτέλεσμα την εμπλοκή του σουηδικού ναυτικού και τη χρήση ανθυποβρυχιακών όπλων. Από αυτά αναφέρουμε τα δύο σημαντικότερα για την περίοδο που μας ενδιαφέρει.

Στις 27 Οκτωβρίου 1981, επί συντηρητικής κυβέρνησης συνασπισμού στη Σουηδία, το σοβιετικό υποβρύχιο U137 προσάραξε κοντά στη ναυτική βάση της Κάρσλκρουνα και «συνελήφθη» από τις σουηδικές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες τέθηκαν σε συναγερμό με την υποψία ότι η Σοβιετική Ένωση θα προσπαθούσε να το ανακτήσει. Τελικά, οι Σουηδοί το οδήγησαν στα διεθνή ύδατα και το παρέδωσαν με το πλήρωμά του στο σοβιετικό ναυτικό. Τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου 1982, κατά την αρχή της δεύτερης πρωθυπουργίας του Πάλμε, σημειώθηκε ένα ιδιαίτερα σοβαρό επεισόδιο, όταν σε μία στενά επιτηρούμενη και ναρκοθετημένη περιοχή κοντά στη Στοκχόλμη υπήρξαν ενδείξεις για την παρουσία ενός άγνωστου υποβρυχίου, το οποίο προσπάθησαν να εντοπίσουν και να βυθίσουν οι Σουηδοί χωρίς αποτέλεσμα. Το συμβάν είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία εξεταστικής επιτροπής η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το υποβρύχιο ήταν σοβιετικό, κλιμακώνοντας την ένταση με τη Μόσχα. Μεταγενέστερες έρευνες αμφισβήτησαν τα συμπεράσματα της επιτροπής, θεωρώντας ότι οι ηχητικές ενδείξεις μπορεί να προέρχονταν από εμπορικό πλοίο ή, κατ’ άλλους, από υποβρύχιο του ΝΑΤΟ.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1983 αναφέρθηκαν άλλα τέσσερα περιστατικά παρουσίας υποβρυχίων, από τα οποία μόνο το ένα επιβεβαιώθηκε. Ανάλογα γεγονότα σημειώθηκαν και τα επόμενα χρόνια αλλά και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (το πιο πρόσφατο, το 2014).

Όμως, οι αναφορές του Μάνκελ στην ψυχροπολεμική περίοδο δεν περιορίζονται στο θέμα των υποβρυχίων. Αν και το μυθιστόρημα δεν έχει άμεση σχέση με την υπόθεση Πάλμε, είναι φανερή η επίδραση της δολοφονίας, της στάσης κάποιων στρατιωτικών κύκλων απέναντι στον τότε πρωθυπουργό και της αποτυχίας των αρχών να βρουν τον δράστη. Στον πρόλογο υπάρχουν, επίσης, αναφορές σε άλλα πρόσωπα που είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της Σουηδίας. O Στιγκ Βένεστρεμ (Stig Erik Constans Wennerström) ήταν αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας που συνελήφθη το 1963 με την κατηγόρια της κατασκοπίας για τη Σοβιετική Ένωση και το 1964 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, για να αποφυλακιστεί τελικά δέκα χρόνια αργότερα. Η υπόθεση φαίνεται να είχε καταλάβει εξαπίνης τον Τάγκε Ερλάντερ (Tage Fritjof Erlander), αρχηγό του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και «μακροβιότερο» πρωθυπουργό της χώρας επί 23 συνεχόμενα χρόνια (1946-1969), γεγονός που αποδίδεται από τον συγγραφέα στην έλλειψη έγκαιρης ενημέρωσής του από τον Σβεν Άντερσον (Sven Olof Morgan Andersson), υπουργό Άμυνας από το 1957 έως το 1973, και κατόπιν υπουργό Εξωτερικών. Ο Άντερσον ήταν επικεφαλής της εξεταστικής επιτροπής για το περιστατικό με τα υποβρύχια του 1982, και η σχετική έκθεσή του, με «ισχυρισμούς, υπαινιγμούς και μισόλογα […] που δεν εξηγεί τίποτα απολύτως» [σ. 14) ήταν αυτή που έκανε «έξω φρενών» τον Πάλμε το 1987 (σ. 12) στον πρόλογο του βιβλίου.

Με αφορμή την εξαφάνιση του φον Ένκε, ο Βαλάντερ έρχεται αντιμέτωπος με τη στάση της Σουηδίας κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και αναγκάζεται να αμφισβητήσει τις απόψεις του για τον ρόλο της Δύσης και της Ανατολής. Ο Μάνκελ ασχολείται και πάλι με την πρόσφατη ιστορία της χώρας του, με θέματα ευθύνης και ηθικής, δικαιοσύνης και δημοκρατίας, και υπογραμμίζει ότι «αυτή είναι μια ιστορία για την πραγματικότητα της πολιτικής, ένα ταξίδι στο βούρκο, όπου ούτε η αλήθεια ούτε το ψέμα είναι ευδιάκριτα και τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο» (σ. 15).

Το «Φθινόπωρο του Κουρτ Βαλάντερ», το τελευταίο αστυνομικό μυθιστόρημα του συγγραφέα, κατέχει μία ιδιαίτερη θέση όχι μόνο στο σύμπαν του Μάνκελ αλλά και γενικότερα στη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία, αφού αποτελεί το κύκνειο άσμα για τον πιο διάσημο πρωταγωνιστικό χαρακτήρα της.

Ο ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ

agnooumenos

Ο αγνοούμενος (Savnet) του Michael Katz Krefeld (μτφ. Λ. Καλοβυρνάς),

Ψυχογιός 2016

 

Ο Μίκαελ Κατζ Κρέφελ έκανε το ντεμπούτο του στη δανική αστυνομική λογοτεχνία το 2007. Έχει γράψει 11 βιβλία, 5 από τα οποία έχουν πρωταγωνιστή τον Τόμας Ραόυνσχολντ, και το «Ο αγνοούμενος» είναι το δεύτερο αυτής της σειράς.

Ο Ραόυνσχολντ, γνωστότερος ως Ράουν, είναι πρώην ντετέκτιβ της Αστυνομίας. Εγκατέλειψε τη δουλειά του όταν δολοφονήθηκε από άγνωστο δράστη η σύντροφός του, Εύα, και από τότε ασχολείται ευκαιριακά ως ιδιωτικός ερευνητής, προσπαθώντας, ταυτόχρονα, να βρει τον δολοφόνο της.

Κοπεγχάγη, 2104: Ο Μόενς Σλότσχολμ, λογιστής σε μία μεγάλη εταιρεία, κλέβει από το χρηματοκιβώτιο  μισό εκατομμύριο κορώνες και διαφεύγει στο Βερολίνο. Από τότε χάνονται τα ίχνη του. Έξι μήνες μετά τη  εξαφάνιση και τις άκαρπες προσπάθειες της αστυνομίας, η αδελφή του, Λουίσε, απεγνωσμένη, έρχεται σε επαφή με τον Ράουν προσπαθώντας να τον πείσει να αναλάβει την υπόθεση. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του, ο Ράουν αποφασίζει τελικά να την βοηθήσει και μετά από μία αρχική έρευνα ταξιδεύει μαζί της, σε μία τελευταία προσπάθεια, στο Βερολίνο. Εκεί ανακαλύπτουν ότι έχουν εξαφανιστεί μυστηριωδώς και άλλοι ξένοι, οι οποίοι βρέθηκαν αργότερα πνιγμένοι.

Καθώς σιγά σιγά συγκεντρώνονται τα κομμάτια του παζλ, η έρευνα οδηγεί τον Ράουν και τη Λουίσε σε μια δραματική υπόθεση, σχεδόν 25 χρόνια πριν, στην οποία εμπλεκόταν ένας πράκτορας της Στάζι.

Βερολίνο 1989, λίγους μήνες πριν την πτώση του Τείχους: Ο συνταγματάρχης της Στάζι,  Έρχαρντ Χάουσερ, διευθύνει το «τμήμα Ζ» της Υπηρεσίας, το οποίο «τακτοποιεί» υποθέσεις αντιφρονούντων, με τρόπους που η ανώτατη ηγεσία δεν γνωρίζει και δεν θέλει να γνωρίζει. Ο Χαόυσερ βασανίζει και σκοτώνει, πολλές φορές με τα ίδια του τα χέρια, κρατουμένους, των οποίων ο θάνατος αποδίδεται επισήμως σε ασθένεια ή ατυχήματα. Ενώ ο χρόνος έχει αρχίσει να μετρά αντίστροφα για την πτώση του καθεστώτος, ο Χάουσερ βάζει σκοπό να καταστρέψει με κάθε μέσον την οικογένεια του Κρίστοφ Σούμαν, επιφανούς στελέχους της Κρατικής Τράπεζας, ο οποίος σχεδιάζει να διαφύγει στη Δυτική Γερμανία.

Η κατάσταση στην Ανατολική Γερμανία και ιδιαίτερα οι δραστηριότητες της Στάζι, αλλά και το τείχος του Βερολίνου, έχουν αποτελέσει θέμα μεγάλου αριθμού μυθιστορημάτων καθώς και κινηματογραφικών ταινιών.

Για τα (λίγο-πολύ γνωστά) ιστορικά γεγονότα, τα οποία αποτελούν το φόντο του μυθιστορήματος, μπορούμε να αναφέρουμε πολύ συνοπτικά τα εξής:

Στη διάσκεψη των ηγετών των Συμμάχων στο Πότσνταμ (17 Ιουλίου με 2 Αυγούστου 1945), μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, αποφασίστηκε ο χωρισμός της Γερμανίας και του Βερολίνου σε τέσσερις (σοβιετική, αμερικανική, βρετανική, γαλλική) ζώνες κατοχής μέχρι την αποκατάσταση της σταθερότητας στη χώρα. Αν και επισήμως προβλεπόταν η μελλοντική επανένωση της Γερμανίας, τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, το 1949, δημιουργήθηκαν δύο χωριστά κράτη: η Ανατολική, επίσημα Λαϊκή  Δημοκρατία της Γερμανίας – ΛΔΓ (Deutsche Demokratische Republik – DDR), η οποία περιλάμβανε τη σοβιετική ζώνη κατοχής και, παράλληλα, η Δυτική, επίσημα Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Bundesrepublik Deutschland – BRD) που περιλάμβανε τις ζώνες κατοχής των Δυτικών Συμμάχων.

Παράλληλα με τη δημιουργία των δύο χωρών έγινε και ο αντίστοιχος διαχωρισμός του Βερολίνου σε «Ανατολικό» (ο μέχρι τότε σοβιετικός τομέας της πόλης), πρωτεύουσα της ΛΔΓ παρά τις διαφωνίες των υπόλοιπων πρώην Συμμάχων, και σε «Δυτικό» (οι υπόλοιποι τρείς τομείς).

Μέχρι το 1961 οι κάτοικοι του Ανατολικού Βερολίνου μπορούσαν, ουσιαστικά χωρίς εμπόδια, να πηγαίνουν στον δυτικό τομέα της πόλης. Ωστόσο, λόγω ακριβώς της ευκολίας μετακίνησης, υπήρχε ένα αυξανόμενο ρεύμα φυγής πολιτών που διαφωνούσαν με το καθεστώς, από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία, μέσω του Βερολίνου. Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια αυτών των 12 χρόνων περίπου 3 εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί διέφυγαν προς τη «Δύση», γεγονός που προκαλούσε σημαντικά οικονομικά, αλλά και πολιτικά προβλήματα στη ΛΔΓ.

Μέσα στις γενικότερες συνθήκες κλιμακούμενης έντασης μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης, και ενώ οι Δυτικοί, τόσα χρόνια μετά τη λήξη του Πολέμου, δεν υπέγραφαν συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία για να αποφύγουν να αναγνωρίσουν τη ΛΔΓ, οι ηγέτες των χωρών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας ζήτησαν από την Ανατολικογερμανική κυβέρνηση να εξασφαλίσει αποτελεσματικό έλεγχο των συνόρων και προστασία του Ανατολικού Βερολίνου. Το αίτημα έγινε αποδεκτό και από τα ξημερώματα της 13ης Αυγούστου 1961 τοποθετήθηκαν συρματοπλέγματα απαγορεύοντας την ελεύθερη επικοινωνία μεταξύ των δύο τομέων της πόλης.

Τις επόμενες ημέρες τα συρματοπλέγματα αντικαταστάθηκαν από τσιμεντένιο τείχος, το γνωστό Τείχος του Βερολίνου (Berliner Mauer), κατά μήκος του οποίου (στην ανατολική πλευρά) υπήρχε μία ελεγχόμενη από φρουρούς ζώνη με παρατηρήτρια, φυλάκια και εμπόδια για αυτοκίνητα. Κατά τα 28 χρόνια ύπαρξης του Τείχους αρκετοί άνθρωποι (ο αριθμός υπολογίζεται από 80 έως 150)[1] σκοτώθηκαν προσπαθώντας να διαφύγουν στο Δυτικό Βερολίνο.

Το Τείχος («αντιφασιστικό τείχος προστασίας»-Antifaschistischer Schutzwall κατά τους Ανατολικογερμανούς και «τείχος του αίσχους»-Schandmauer για τους Δυτικούς) αποτελούσε ένα φυσικό και πολιτικο-ιδεολογικό σύνορο, το σύμβολο όχι μόνο μιας διχοτομημένης ιστορικής πόλης στην καρδιά της ευρωπαϊκής ηπείρου αλλά και γενικότερα του διαχωρισμού Ανατολικού και Δυτικού κόσμου.

Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 οι σημαντικές αλλαγές στη Σοβιετική Ένωση και σε άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες είχαν ως αποτέλεσμα ραγδαίες εξελίξεις, οι οποίες επηρέασαν, αν και με καθυστέρηση, την Ανατολική Γερμανία. Χιλιάδες πολίτες της χώρας εκμεταλλεύθηκαν το άνοιγμα των συνόρων της Ουγγαρίας με την Αυστρία τον Μάιο του 1989, βρίσκοντας έτσι δρόμο διαφυγής προς τη Δύση. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου δημιουργείται εκρηκτική κατάσταση με τις όλο και πιο μαζικές αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις και στις 4 Νοεμβρίου η κυβέρνηση παραιτείται. Πέντε ημέρες αργότερα, το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου, ανοίγουν οι πύλες σε ένα μεθοριακό φυλάκιο και ακολουθούν και άλλα. Είναι η αρχή της πτώσης του Τείχους και της διαδικασίας για την επανένωση της Γερμανίας που θα ολοκληρωθεί στις 3 Οκτωβρίου 1990.

Το «Υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας» (Ministerium für Staatssicherheit, MfS) ή «Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας» (Staatssicherheitsdienst, SSD), γνωστή ως Στάζι, ιδρύθηκε στην ΛΓΔ τον Φεβρουάριο του 1950 και διαλύθηκε τον Ιανουάριο του 1990. Η Στάζι είχε σκοπό την παρακολούθηση των πολιτών της χώρας και την καταπολέμηση οποιασδήποτε μορφής αντιπολίτευσης, καθώς και την κατασκοπεία σε ξένες χώρες. Θεωρείται ως μία από τις πιο αποτελεσματικές υπηρεσίες ασφαλείας και πληροφοριών κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Ανώτατος Διοικητής της Στάζι ήταν, από το 1957 μέχρι τη διάλυσή της, το 1989, ο στρατηγός Έριχ Μίλκε (Erich Fritz Emil Mielke) (βλ. και αναφορά στο βιβλίο, σελ. 13). Ο Μίλκε δικάστηκε και καταδικάστηκε μετά την επανένωση, αλλά αποφυλακίστηκε σύντομα για λόγους υγείας και πέθανε το 2000.

Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας αποκαλύφθηκε ότι η Στάζι είχε σχεδόν 90,000 υπαλλήλους, ενώ είχε αναπτύξει ένα τεράστιο δίκτυο από περίπου 300,000 πληροφοριοδότες και είχε δημιουργήσει φακέλους για περισσότερους από 5 εκατομμύρια πολίτες. Σχεδόν όλα τα αρχεία της Στάζι διασώθηκαν και  τη διαχείρισή τους ανέλαβε, μετά την επανένωση της Γερμανίας, ειδική επιτροπή[2].

Ο Κατζ αντλεί από το «πλούσιο», ζοφερό παρελθόν της Στάζι και δημιουργεί έναν αποκρουστικό χαρακτήρα, τον οποίο αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη αυστηρότητα: ο Χάουσερ είναι ο «κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση», αφού όχι μόνο έχει απόλυτη πίστη στο σύστημα που υπηρετεί, αλλά είναι ουσιαστικά ένας σαδιστής δολοφόνος (έχει, μάλιστα, επινοήσει δικούς του τρόπους «ανάκρισης» και εξόντωσης των θυμάτων του), ο οποίος εκμεταλλεύεται την εξουσία που του δίνει η θέση του για να βασανίζει και να δολοφονεί χωρίς να υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του.

Οι δύο ιστορίες, της εξαφάνισης του Σλότσχολμ και της δράσης του Χάουσερ, είναι αρκετά ενδιαφέρουσες, όπως και ο τρόπος με τον οποίο σχετίζονται, ο οποίος, όμως, γίνεται φανερός στον αναγνώστη σχετικά νωρίς.

Το «Ο αγνοούμενος» είναι ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα που, όσον αφορά στη δεύτερη ιστορία, περιγράφει αρκετά πειστικά το κλίμα, τις ελπίδες και την ένταση της εποχής στο Ανατολικό Βερολίνο, αλλά και τον φόβο που προκαλούσε η Στάζι, ένας μηχανισμός αστυνόμευσης του οποίου η απειλητική παρουσία ήταν αισθητή σε όλη την ανατολικογερμανική κοινωνία.

 

 

[1] Βλ. π.χ. http://www.chronik-der-mauer.de/178924/todesopfer-an-der-berliner-mauer

[2] Βλ. και https://www.bstu.de

 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ

araldur - lake

Ο άνθρωπος της λίμνης (Kleifarvatn) του Arnaldur Indriðason (μτφ. Ν. Προδρομίδου), Μεταίχμιο 2014

Το Ο άνθρωπος στη λίμνη είναι το έκτο μυθιστόρημα του Ιντρίδασον στη σειρά με ήρωα τον επιθεωρητή Έρλεντουρ.

Ένας ανθρώπινος σκελετός ανακαλύπτεται μισοθαμμένος στον πυθμένα της αποστραγγισμένης λίμνης Κλέιβαρβατν.  Μία τρύπα στο κρανίο και ένας παλιός, σοβιετικής κατασκευής πομποδέκτης που ήταν δεμένος στο πόδι για να κρατάει το πτώμα βυθισμένο  περιπλέκουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση.

Ο Έρλεντουρ ανακαλείται από τις διακοπές του και αναλαμβάνει να εξιχνιάσει το μυστήριο. Αφού ελέγχει, χωρίς αποτέλεσμα, αν υπάρχει σχέση με τις εξαφανίσεις που έχουν αναφερθεί πριν από 40-50 χρόνια, εξετάζει την περίπτωση ο νεκρός να μην είναι Ισλανδός. Η έρευνα προχωρεί με αργό ρυθμό καθώς ο Έρλεντουρ και οι  συνεργάτες του συζητούν με ξένους διπλωμάτες που υπηρετούν στη χώρα και φαίνεται ότι ο καθένας έχει τους λόγους του για να κρατά μυστικό το παρελθόν, προσπαθώντας να βρουν αν ο νεκρός είναι όντως ξένος και αν δρούσε ως κατάσκοπος στη χώρα.

Η έρευνα οδηγεί σε μια ομάδα νεαρών Ισλανδών που είχαν σταλεί κατά τη δεκαετία του 1950 να σπουδάσουν στη Λειψία, και η ιστορία τους γίνεται γνωστή με αναδρομές στο παρελθόν. Περιγράφεται η ζωή τους, η σκοτεινή καθημερινότητα υπό την άγρυπνη εποπτεία και τη συνεχή παρακολούθηση των Αρχών της τότε Ανατολικής Γερμανίας, οι σχέσεις και οι συγκρούσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους και με άλλους συμφοιτητές τους σχετικά με την εφαρμογή του σοσιαλισμού αλλά και για προσωπικά θέματα, και σταδιακά αποκαλύπτονται τα αίτια της δολοφονίας και η ταυτότητα του θύματος.

Ο Ιντρίδασον ασχολείται με σημαντικά θέματα της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου, τόσο γενικότερα, όσο και στην Ισλανδία.

Το ένα από τα ευρύτερα γνωστά γεγονότα που παίζουν ρόλο στην υπόθεση είναι η δράση της διαβόητης Στάζι, της «Υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας» στην πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Η Στάζι (Staatssicherheitsdienst, SSD) ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1950 με σκοπό την παρακολούθηση των πολιτών της χώρας αλλά και την κατασκοπεία στις Δυτικές χώρες. Ήταν ένας από τους πιο αποτελεσματικούς κατασταλτικούς και κατασκοπευτικούς μηχανισμούς και οι δραστηριότητες της, αλλά και το τεράστιο δίκτυο που είχε στηθεί για τους σκοπούς της (δεκάδες χιλιάδες «επίσημοι» υπάλληλοι και πολλαπλάσιοι πληροφοριοδότες), αποκαλύφθηκαν σε μεγάλο βαθμό μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και του καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας.

Αναφορά γίνεται, επίσης, στην «ουγγρική επανάσταση» (23 Οκτωβρίου – 10 Νοεμβρίου 1956), μία σημαντική εξέγερση κατά της κυβέρνησης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, η οποία ξεκίνησε από μια φοιτητική διαδήλωση που προσέλκυσε χιλιάδες κόσμο, με αιτήματα την παραχώρηση ελευθεριών και την προώθηση δημοκρατικών διαδικασιών, και κλιμακώθηκε παίρνοντας ανεξέλεγκτες διαστάσεις, με αποτέλεσμα τη σοβιετική επέμβαση, την αλλαγή πρωθυπουργού [επανήλθε στη θέση ο Ίμρε Νάγκι (Imre Nagy)] και την απόσυρση των Σοβιετικών στις 28 Οκτωβρίου. Όταν ο Νάγκι ανήγγειλε στις 31 Οκτωβρίου την αποχώρηση της Ουγγαρίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και ζήτησε να αναγνωριστεί η ουγγρική ουδετερότητα, ο σοβιετικός στρατός εισέβαλε για δεύτερη φορά στη Βουδαπέστη στις 4 Νοεμβρίου και συνέτριψε την εξέγερση.

Οι αναφορές στα παραπάνω έχουν σημασία για την υπόθεση, όμως ο Ιντρίδασον ασχολείται κυρίως με τη λιγότερο γνωστή στους αναγνώστες μεταπολεμική ιστορία της Ισλανδίας, γεγονότα στα οποία αναφερόμαστε εντελώς περιληπτικά.

Μέχρι το 1944 η Ισλανδία ήταν ένα αυτοδιοικούμενο κράτος με αρχηγό τον βασιλιά της Δανίας, και με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τήρησε ουδετερότητα, όπως άλλωστε και η Δανία. Ωστόσο, η σημαντική θέση της στις θαλάσσιες οδούς του Βόρειου Ατλαντικού είχε προκαλέσει το αυξημένο ενδιαφέρον της Γερμανίας από τη δεκαετία του 1930, προκαλώντας την ανησυχία της Βρετανίας. Οι επίμονες προσπάθειες των Βρετανών να πείσουν την ισλανδική κυβέρνηση να ταχθεί με το μέρος των Συμμάχων δεν είχαν αποτέλεσμα, αφού οι Ισλανδοί επέμεναν στην ουδετερότητα, και έτσι, μετά την αποτυχία των διπλωματικών πιέσεων, οι βρετανικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ισλανδία στις 10 Μαΐου 1940, ένα μήνα μετά τη ναζιστική εισβολή στη Δανία.

Στις 7 Ιουλίου 1941 οι (ακόμη ουδέτερες, τότε) ΗΠΑ, που έχουν αρχίσει να εκτιμούν τη σπουδαιότητα της Ισλανδίας λόγω της στρατηγικής θέσης της, αναλαμβάνουν σε συμφωνία με την ισλανδική κυβέρνηση την άμυνα της χώρας. Έτσι, οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις παίρνουν τη θέση των βρετανικών που αποχωρούν, δίνοντας ταυτόχρονα την υπόσχεση πως θα φύγουν μετά το τέλος του πολέμου. Η Ισλανδία αποτελεί μοναδική περίπτωση ουδέτερης ευρωπαϊκής χώρας που ήταν σε όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπό την κατοχή των Συμμαχικών στρατευμάτων.

Το 1944 η Ισλανδία, και με την υποστήριξη των ΗΠΑ, ανακηρύσσεται ανεξάρτητη, ενώ οι Αμερικανοί, παρά την αρχική υπόσχεση, ζητούν επίσημα την παραμονή του στρατού τους στη χώρα. Η ισλανδική κυβέρνηση αρνείται, αλλά τελικά τον Σεπτέμβριο του 1946 υπογράφεται η «συμφωνία του Κέπλαβικ» που θεωρείται από τα κεντρώα και τα αριστερά κόμματα ως παραβίαση της πολιτικής της ουδετερότητας, και αποτέλεσε την αιτία που διαλύθηκε η κυβέρνηση συνασπισμού.

Με την όξυνση του Ψυχρού Πολέμου η Ισλανδία έγινε ιδρυτικό μέλος του ΝΑΤΟ, παρά τις αντιδράσεις κυρίως των Σοσιαλιστών, αλλά και μέρους των Προοδευτικών και των Εργατικών.

Με τη νέα αμυντική συμφωνία του 1951 (που ακύρωνε ουσιαστικά αυτήν του Κέπλαβικ), οι ΗΠΑ ανέλαβαν την ευθύνη για την άμυνα της Ισλανδίας για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα και περίπου 4000 Αμερικανοί στρατιώτες εγκαταστάθηκαν στη χώρα. Η βάση τους εκεί αποτέλεσε σημαντικό κέντρο επικοινωνιών και μετακινήσεων προς την Ευρώπη, αλλά και παρακολούθησης των σοβιετικών υποβρυχίων. Τελικά, οι Αμερικανοί παρέμειναν στη χώρα μέχρι το 2006.

Σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου υπήρχε αντίδραση στην αμερικανική παρουσία στην Ισλανδία από το αντιπολεμικό κίνημα. Μάλιστα, δεν έλειψαν οι όχι τόσο συνηθισμένες στις Βόρειες χώρες παρακολουθήσεις «υπόπτων κομμουνιστών και συμπαθούντων». Ταυτόχρονα, όπως και στη Δανία και τη Νορβηγία, είχε αναπτυχθεί έντονη αντιπαράθεση και δημόσια συζήτηση σχετικά με την πιθανή αποθήκευση πυρηνικών όπλων στη χώρα.

Ο Ιντρίδασον με μία ψύχραιμη, χαμηλών τόνων αφήγηση, αλλά και με ευαισθησία, δημιουργεί ένα ακόμη καλό μυθιστόρημα και ασχολείται με το αγαπημένο θέμα του, την ιστορία της χώρας του μεταπολεμικά.