Ο ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ

agnooumenos

Ο αγνοούμενος (Savnet) του Michael Katz Krefeld (μτφ. Λ. Καλοβυρνάς),

Ψυχογιός 2016

 

Ο Μίκαελ Κατζ Κρέφελ έκανε το ντεμπούτο του στη δανική αστυνομική λογοτεχνία το 2007. Έχει γράψει 11 βιβλία, 5 από τα οποία έχουν πρωταγωνιστή τον Τόμας Ραόυνσχολντ, και το «Ο αγνοούμενος» είναι το δεύτερο αυτής της σειράς.

Ο Ραόυνσχολντ, γνωστότερος ως Ράουν, είναι πρώην ντετέκτιβ της Αστυνομίας. Εγκατέλειψε τη δουλειά του όταν δολοφονήθηκε από άγνωστο δράστη η σύντροφός του, Εύα, και από τότε ασχολείται ευκαιριακά ως ιδιωτικός ερευνητής, προσπαθώντας, ταυτόχρονα, να βρει τον δολοφόνο της.

Κοπεγχάγη, 2104: Ο Μόενς Σλότσχολμ, λογιστής σε μία μεγάλη εταιρεία, κλέβει από το χρηματοκιβώτιο  μισό εκατομμύριο κορώνες και διαφεύγει στο Βερολίνο. Από τότε χάνονται τα ίχνη του. Έξι μήνες μετά τη  εξαφάνιση και τις άκαρπες προσπάθειες της αστυνομίας, η αδελφή του, Λουίσε, απεγνωσμένη, έρχεται σε επαφή με τον Ράουν προσπαθώντας να τον πείσει να αναλάβει την υπόθεση. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του, ο Ράουν αποφασίζει τελικά να την βοηθήσει και μετά από μία αρχική έρευνα ταξιδεύει μαζί της, σε μία τελευταία προσπάθεια, στο Βερολίνο. Εκεί ανακαλύπτουν ότι έχουν εξαφανιστεί μυστηριωδώς και άλλοι ξένοι, οι οποίοι βρέθηκαν αργότερα πνιγμένοι.

Καθώς σιγά σιγά συγκεντρώνονται τα κομμάτια του παζλ, η έρευνα οδηγεί τον Ράουν και τη Λουίσε σε μια δραματική υπόθεση, σχεδόν 25 χρόνια πριν, στην οποία εμπλεκόταν ένας πράκτορας της Στάζι.

Βερολίνο 1989, λίγους μήνες πριν την πτώση του Τείχους: Ο συνταγματάρχης της Στάζι,  Έρχαρντ Χάουσερ, διευθύνει το «τμήμα Ζ» της Υπηρεσίας, το οποίο «τακτοποιεί» υποθέσεις αντιφρονούντων, με τρόπους που η ανώτατη ηγεσία δεν γνωρίζει και δεν θέλει να γνωρίζει. Ο Χαόυσερ βασανίζει και σκοτώνει, πολλές φορές με τα ίδια του τα χέρια, κρατουμένους, των οποίων ο θάνατος αποδίδεται επισήμως σε ασθένεια ή ατυχήματα. Ενώ ο χρόνος έχει αρχίσει να μετρά αντίστροφα για την πτώση του καθεστώτος, ο Χάουσερ βάζει σκοπό να καταστρέψει με κάθε μέσον την οικογένεια του Κρίστοφ Σούμαν, επιφανούς στελέχους της Κρατικής Τράπεζας, ο οποίος σχεδιάζει να διαφύγει στη Δυτική Γερμανία.

Η κατάσταση στην Ανατολική Γερμανία και ιδιαίτερα οι δραστηριότητες της Στάζι, αλλά και το τείχος του Βερολίνου, έχουν αποτελέσει θέμα μεγάλου αριθμού μυθιστορημάτων καθώς και κινηματογραφικών ταινιών.

Για τα (λίγο-πολύ γνωστά) ιστορικά γεγονότα, τα οποία αποτελούν το φόντο του μυθιστορήματος, μπορούμε να αναφέρουμε πολύ συνοπτικά τα εξής:

Στη διάσκεψη των ηγετών των Συμμάχων στο Πότσνταμ (17 Ιουλίου με 2 Αυγούστου 1945), μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, αποφασίστηκε ο χωρισμός της Γερμανίας και του Βερολίνου σε τέσσερις (σοβιετική, αμερικανική, βρετανική, γαλλική) ζώνες κατοχής μέχρι την αποκατάσταση της σταθερότητας στη χώρα. Αν και επισήμως προβλεπόταν η μελλοντική επανένωση της Γερμανίας, τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, το 1949, δημιουργήθηκαν δύο χωριστά κράτη: η Ανατολική, επίσημα Λαϊκή  Δημοκρατία της Γερμανίας – ΛΔΓ (Deutsche Demokratische Republik – DDR), η οποία περιλάμβανε τη σοβιετική ζώνη κατοχής και, παράλληλα, η Δυτική, επίσημα Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Bundesrepublik Deutschland – BRD) που περιλάμβανε τις ζώνες κατοχής των Δυτικών Συμμάχων.

Παράλληλα με τη δημιουργία των δύο χωρών έγινε και ο αντίστοιχος διαχωρισμός του Βερολίνου σε «Ανατολικό» (ο μέχρι τότε σοβιετικός τομέας της πόλης), πρωτεύουσα της ΛΔΓ παρά τις διαφωνίες των υπόλοιπων πρώην Συμμάχων, και σε «Δυτικό» (οι υπόλοιποι τρείς τομείς).

Μέχρι το 1961 οι κάτοικοι του Ανατολικού Βερολίνου μπορούσαν, ουσιαστικά χωρίς εμπόδια, να πηγαίνουν στον δυτικό τομέα της πόλης. Ωστόσο, λόγω ακριβώς της ευκολίας μετακίνησης, υπήρχε ένα αυξανόμενο ρεύμα φυγής πολιτών που διαφωνούσαν με το καθεστώς, από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία, μέσω του Βερολίνου. Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια αυτών των 12 χρόνων περίπου 3 εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί διέφυγαν προς τη «Δύση», γεγονός που προκαλούσε σημαντικά οικονομικά, αλλά και πολιτικά προβλήματα στη ΛΔΓ.

Μέσα στις γενικότερες συνθήκες κλιμακούμενης έντασης μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης, και ενώ οι Δυτικοί, τόσα χρόνια μετά τη λήξη του Πολέμου, δεν υπέγραφαν συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία για να αποφύγουν να αναγνωρίσουν τη ΛΔΓ, οι ηγέτες των χωρών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας ζήτησαν από την Ανατολικογερμανική κυβέρνηση να εξασφαλίσει αποτελεσματικό έλεγχο των συνόρων και προστασία του Ανατολικού Βερολίνου. Το αίτημα έγινε αποδεκτό και από τα ξημερώματα της 13ης Αυγούστου 1961 τοποθετήθηκαν συρματοπλέγματα απαγορεύοντας την ελεύθερη επικοινωνία μεταξύ των δύο τομέων της πόλης.

Τις επόμενες ημέρες τα συρματοπλέγματα αντικαταστάθηκαν από τσιμεντένιο τείχος, το γνωστό Τείχος του Βερολίνου (Berliner Mauer), κατά μήκος του οποίου (στην ανατολική πλευρά) υπήρχε μία ελεγχόμενη από φρουρούς ζώνη με παρατηρήτρια, φυλάκια και εμπόδια για αυτοκίνητα. Κατά τα 28 χρόνια ύπαρξης του Τείχους αρκετοί άνθρωποι (ο αριθμός υπολογίζεται από 80 έως 150)[1] σκοτώθηκαν προσπαθώντας να διαφύγουν στο Δυτικό Βερολίνο.

Το Τείχος («αντιφασιστικό τείχος προστασίας»-Antifaschistischer Schutzwall κατά τους Ανατολικογερμανούς και «τείχος του αίσχους»-Schandmauer για τους Δυτικούς) αποτελούσε ένα φυσικό και πολιτικο-ιδεολογικό σύνορο, το σύμβολο όχι μόνο μιας διχοτομημένης ιστορικής πόλης στην καρδιά της ευρωπαϊκής ηπείρου αλλά και γενικότερα του διαχωρισμού Ανατολικού και Δυτικού κόσμου.

Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 οι σημαντικές αλλαγές στη Σοβιετική Ένωση και σε άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες είχαν ως αποτέλεσμα ραγδαίες εξελίξεις, οι οποίες επηρέασαν, αν και με καθυστέρηση, την Ανατολική Γερμανία. Χιλιάδες πολίτες της χώρας εκμεταλλεύθηκαν το άνοιγμα των συνόρων της Ουγγαρίας με την Αυστρία τον Μάιο του 1989, βρίσκοντας έτσι δρόμο διαφυγής προς τη Δύση. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου δημιουργείται εκρηκτική κατάσταση με τις όλο και πιο μαζικές αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις και στις 4 Νοεμβρίου η κυβέρνηση παραιτείται. Πέντε ημέρες αργότερα, το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου, ανοίγουν οι πύλες σε ένα μεθοριακό φυλάκιο και ακολουθούν και άλλα. Είναι η αρχή της πτώσης του Τείχους και της διαδικασίας για την επανένωση της Γερμανίας που θα ολοκληρωθεί στις 3 Οκτωβρίου 1990.

Το «Υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας» (Ministerium für Staatssicherheit, MfS) ή «Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας» (Staatssicherheitsdienst, SSD), γνωστή ως Στάζι, ιδρύθηκε στην ΛΓΔ τον Φεβρουάριο του 1950 και διαλύθηκε τον Ιανουάριο του 1990. Η Στάζι είχε σκοπό την παρακολούθηση των πολιτών της χώρας και την καταπολέμηση οποιασδήποτε μορφής αντιπολίτευσης, καθώς και την κατασκοπεία σε ξένες χώρες. Θεωρείται ως μία από τις πιο αποτελεσματικές υπηρεσίες ασφαλείας και πληροφοριών κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Ανώτατος Διοικητής της Στάζι ήταν, από το 1957 μέχρι τη διάλυσή της, το 1989, ο στρατηγός Έριχ Μίλκε (Erich Fritz Emil Mielke) (βλ. και αναφορά στο βιβλίο, σελ. 13). Ο Μίλκε δικάστηκε και καταδικάστηκε μετά την επανένωση, αλλά αποφυλακίστηκε σύντομα για λόγους υγείας και πέθανε το 2000.

Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας αποκαλύφθηκε ότι η Στάζι είχε σχεδόν 90,000 υπαλλήλους, ενώ είχε αναπτύξει ένα τεράστιο δίκτυο από περίπου 300,000 πληροφοριοδότες και είχε δημιουργήσει φακέλους για περισσότερους από 5 εκατομμύρια πολίτες. Σχεδόν όλα τα αρχεία της Στάζι διασώθηκαν και  τη διαχείρισή τους ανέλαβε, μετά την επανένωση της Γερμανίας, ειδική επιτροπή[2].

Ο Κατζ αντλεί από το «πλούσιο», ζοφερό παρελθόν της Στάζι και δημιουργεί έναν αποκρουστικό χαρακτήρα, τον οποίο αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη αυστηρότητα: ο Χάουσερ είναι ο «κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση», αφού όχι μόνο έχει απόλυτη πίστη στο σύστημα που υπηρετεί, αλλά είναι ουσιαστικά ένας σαδιστής δολοφόνος (έχει, μάλιστα, επινοήσει δικούς του τρόπους «ανάκρισης» και εξόντωσης των θυμάτων του), ο οποίος εκμεταλλεύεται την εξουσία που του δίνει η θέση του για να βασανίζει και να δολοφονεί χωρίς να υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του.

Οι δύο ιστορίες, της εξαφάνισης του Σλότσχολμ και της δράσης του Χάουσερ, είναι αρκετά ενδιαφέρουσες, όπως και ο τρόπος με τον οποίο σχετίζονται, ο οποίος, όμως, γίνεται φανερός στον αναγνώστη σχετικά νωρίς.

Το «Ο αγνοούμενος» είναι ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα που, όσον αφορά στη δεύτερη ιστορία, περιγράφει αρκετά πειστικά το κλίμα, τις ελπίδες και την ένταση της εποχής στο Ανατολικό Βερολίνο, αλλά και τον φόβο που προκαλούσε η Στάζι, ένας μηχανισμός αστυνόμευσης του οποίου η απειλητική παρουσία ήταν αισθητή σε όλη την ανατολικογερμανική κοινωνία.

 

 

[1] Βλ. π.χ. http://www.chronik-der-mauer.de/178924/todesopfer-an-der-berliner-mauer

[2] Βλ. και https://www.bstu.de