1793: ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΕ Η ΒΙΑ

capture_14

1793: Τότε που βασίλευε η βία (1793) του Niklas Natt och Dagg (μτφ. Γρ. Κονδύλης), Μεταίχμιο 2019

Το 1793: Τότε που βασίλευε η βία είναι το δεύτερο μυθιστόρημα που παρουσιάζεται «κατ’ εξαίρεση» σε αυτό το blog, αφού δεν εντάσσει στην πλοκή του σύγχρονα ιστορικά θέματα, αλλά αναφέρεται στη Σουηδία του 18ου αιώνα. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του period mystery, του ιστορικού αστυνομικού μυθιστορήματος που τοποθετείται πλήρως σε κάποια παρελθούσα χρονική περίοδο, ενώ έχει γραφτεί σε μία μεταγενέστερη. Ο λόγος αυτής της παρουσίασης δεν είναι μόνο η μεγάλη επιτυχία που γνώρισε με την κυκλοφορία του, αλλά, κυρίως, το ότι είναι ένα από τα ελάχιστα ιστορικά αστυνομικά στη σύγχρονη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία.

Η πλοκή τοποθετείται στη Στοκχόλμη του 1793, λίγα χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τη λήξη του ρωσοσουηδικού πολέμου, και σχεδόν ένα χρόνο από τη δολοφονία του βασιλιά της Σουηδίας Γουσταύου Γ΄.

Ο Ζαν Μίκαελ Καρντέλ, μονόχειρας πρώην στρατιώτης του σουηδικού στρατού στον πόλεμο με τη Ρωσία, που τώρα προσπαθεί να επιβιώσει ως μέλος της «Αποσπασμένης Φρουράς» της πόλης, ανακαλύπτει ένα φρικτά ακρωτηριασμένο πτώμα στη βρωμερή όχθη της λίμνης Φατμπούρεν, και βάζει σκοπό να βρει τι έχει συμβεί. Στην προσπάθειά του βρίσκει ως σύμμαχο τον Σέσιλ Βίνγκε, έναν δικηγόρο που έχει εγκαταλείψει μια πολλά υποσχόμενη καριέρα και δουλεύει ως σύμβουλος ερευνητής στην «Πολιταρχία» (την Αστυνομία της εποχής). Για τον Βίνγκε η υπόθεση παρουσιάζει μία ευκαιρία να προσπαθήσει να αποδώσει δικαιοσύνη πριν χάσει την απελπισμένη μάχη που δίνει ενάντια στη φυματίωση, η οποία τον καταβάλλει μέρα με τη μέρα. Κατά την έρευνά τους για την ταυτότητα του θύματος, οι δύο ήρωες ψάχνουν σε όλη τη Στοκχόλμη και έρχονται αντιμέτωποι με θανάσιμο κίνδυνο όταν πλησιάζουν στην αποκάλυψη σκοτεινών μυστικών της υψηλής κοινωνίας της πόλης.

Η πορεία τους θα διασταυρωθεί με αυτή δύο άλλων χαρακτήρων, του Κριστόφερ Μπλιξ και της Άννα Στίνα Κναπ. Ο Μπλιξ είναι γιος αγρότη που έχει εγκαταλείψει τα σχέδιά του να γίνει γιατρός και έχει υποκύψει στη γοητεία της «μεγάλης» και «εύκολης» ζωής της πόλης, ενώ η Κναπ στέλνεται, με βάση ψευδείς κατηγορίες, στη φυλακή, και ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει είναι να δραπετεύσει.

Στο βιβλίο γίνονται αναφορές σε σημαντικά γεγονότα αυτής της, όπως δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας, «ιδιαίτερα αξιομνημόνευτης περιόδου στην ιστορία της Σουηδίας»[1], κάποια από τα οποία  σχετίζονται άμεσα με την υπόθεση.

Οι πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα στη χώρα χαρακτηρίζονται από οικονομική ευημερία (ταχεία ανάπτυξη του εμπορίου και των εξαγωγών, της ναυπηγικής, της υφαντουργίας και της παραγωγής σιδηρομεταλλεύματος), αύξηση πληθυσμού και κοινωνικές αλλαγές (πολλοί αγρότες μπόρεσαν να αγοράσουν γη, ενώ αυξήθηκε ο πλούτος και η επιρροή των κατοίκων των πόλεων, με αποτέλεσμα να γίνονται δεκτοί σε κυβερνητικές θέσεις που μέχρι λίγο πριν κατείχαν μόνο ευγενείς). Όμως από τη δεκαετία του 1740 και μετά γίνονται δύο πόλεμοι, ο πρώτος ενάντια στη Ρωσία και ο δεύτερος ενάντια στην Πρωσία, που οδηγούν σε οικονομική κρίση, ενώ παράλληλα σημειώνονται φτωχές συγκομιδές και η χώρα φτάνει στα όρια του λιμού.

Ο Γουσταύος Γ΄ διαδέχεται στον θρόνο τον πατέρα του Αδόλφο-Φρειδερίκο το 1771 και πετυχαίνει με ένα αναίμακτο «πραξικόπημα» και χρησιμοποιώντας τη Βασιλική Φρουρά να αποσπάσει την εξουσία από το Κοινοβούλιο, καταργώντας ουσιαστικά τους συνταγματικούς νόμους του 1720 που περιόριζαν την ισχύ του βασιλιά. Προωθεί κάποιες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που δίνουν την εικόνα του «πεφωτισμένου μονάρχη», αλλά γενικά εφαρμόζει αντιφατικές πολιτικές που δεν του εξασφαλίζουν τη στήριξη ούτε των «προνομιούχων» ούτε των «μη εχόντων». Το 1788 ξεκινά πόλεμο εναντίον της Ρωσίας με αφορμή την επανάκτηση επαρχιών της σημερινής Φινλανδίας, αλλά επιδιώκοντας ουσιαστικά να αυξήσει τη δημοτικότητά του και να αναγκάσει τους εσωτερικούς αντιπάλους του να τον υποστηρίξουν.  Ο πόλεμος λήγει το 1790 χωρίς ουσιαστικά κέρδη για κάποιον από τους εμπλεκόμενους.

Ο Γουσταύος Γ΄, «ματαιόδοξος, εύθικτος και μνησίκακος» (όπως περιγράφεται στο βιβλίο, σ. 57), με τον φόβο μιας επανάστασης εναντίον του («έβλεπε εφιάλτες ότι οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης θα έφταναν μέχρι τον μακρινό Βορρά μας» -ό.π.), είχε δημιουργήσει «ένα σώμα πληροφοριοδοτών που θα ανέφεραν κουτσομπολιά και συνωμοσίες από τον λαό», πιστεύοντας «ότι η αριστοκρατία που είχε μπροστά του, κάτω από τη μύτη του, ήταν ακίνδυνη» (ό.π.). Είναι, όμως, οι ευγενείς που συνωμοτούν με σκοπό τη δολοφονία του βασιλιά και τη συνταγματική μεταρρύθμιση, και τον Μάρτιο του 1792 ο Γουσταύος πυροβολείται από έναν πρώην αξιωματικό της Βασιλικής Φρουράς κατά τη διάρκεια ενός χορού μεταμφιεσμένων στη Βασιλική Όπερα. Κατάφερε να καταστείλει την εξέγερση, αλλά πέθανε λίγες ημέρες αργότερα.

Σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα παίζει και η «αστυνομία» της εποχής. Η αστυνομία, με τη σύγχρονη έννοια, θεσμοθετήθηκε στη Σουηδία κατά τα μέσα του 19ου αιώνα. Στη Στοκχόλμη, από τα τέλη του 16ου αιώνα, την «επιβολή του νόμου» είχε αναλάβει η Φρουρά της πόλης, οργανωμένη και οπλισμένη σαν στρατιωτική μονάδα, και επικουρούμενη από τον στρατό και περιπόλους για πρόληψη πυρκαγιών. Το 1776 ο Γουσταύος Γ΄ επέφερε σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση της «Πολιταρχίας» της Στοκχόλμης, βασισμένες στο μοντέλο που είχε τεθεί σε εφαρμογή στο Παρίσι. Ο πρώτος που ανέλαβε καθήκοντα «Πολιτάρχη» ήταν ο έμπιστος του βασιλιά Νιλς Χένρικ Λιλγιενσπάρε (Nils Henric Liljensparre). Η προσπάθειά του να χειραγωγήσει τον αδελφό του Γουσταύου Γ΄, δούκα Κάρολο, του κόστισε τη θέση, στην οποία διορίστηκε στη συνέχεια για έναν χρόνο ο δικηγόρος δημοσιονομικών Γιούχαν Γκούσταφ Νουρλίν (Johan Gustav Norlin), που συναντάμε και ως χαρακτήρα στο μυθιστόρημα.

Τέλος, στο βιβλίο γίνεται αναφορά και στη μεγάλη πυρκαγιά της Στοκχόλμης το 1759, η οποία ξέσπασε στο ανατολικό Σέντερμαλμ, κατέστρεψε ολοσχερώς την ιστορική εκκλησία της Μαρίας Μαγδαληνής και άφησε 2000 άστεγους, χωρίς ευτυχώς να έχει θύματα.

Ο Νίκλας Νατ οκ Νταγκ είναι γόνος της παλαιότερης οικογένειας ευγενών της Σουηδίας, καταγεγραμμένης ήδη από τα τέλη του 13ου αιώνα, που, όπως λέει ο ίδιος, είχε συγκεντρώσει μία τεράστια περιουσία, «ματωμένα χρήματα από τον Τριακονταετή
Πόλεμο»[2], που σπαταλήθηκαν γύρω στο 1690. Για τα επόμενα 200 χρόνια οι πρόγονοί του υπηρέτησαν ως αξιωματικοί καριέρας στον στρατό, και μάλιστα κάποιοι από αυτούς έλαβαν μέρος στον Ρωσοσουηδικό πόλεμο, ο οποίος αποτελεί το φόντο του 1793.

Ο συγγραφέας κατορθώνει, μετά από εντατική και σε βάθος έρευνα [βλ. σημ. 1], να δώσει αυθεντικές, λεπτομερείς εικόνες της Στοκχόλμης του 18ου αιώνα. Η σκοτεινή ατμόσφαιρα της εποχής, οι άθλιες συνθήκες ζωής αλλά και θανάτου των φτωχών κατοίκων της πόλης, ο φόβος, οι δολοπλοκίες και η σχεδόν απόλυτη ισχύς όσων κινούνται στους κύκλους της εξουσίας περιγράφονται με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο και γλώσσα (πρέπει να τονίσουμε τη σημαντική συμβολή της μετάφρασης του Γρηγόρη Κονδύλη), ενώ οι χαρακτήρες είναι ανθρώπινοι και «ολοζώντανοι».

Ένα συναρπαστικό, γεμάτο δύναμη, αδυσώπητο ιστορικό αστυνομικό μυθιστόρημα, από τα καλύτερα του είδους.

 

[1]Βλ. συνέντευξη του Natt och Dag  στο nordiccrimefiction.wordpress, 17/2/2019, https://nordiccrimefiction.wordpress.com/2019/02/17/%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CF%83%CF%85%CE%B6%CE%B7%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%BF%CE%BD-niklas-natt-och-dag/

[2]Βλ. συνέντευξη στο Shelf Awareness, 31/10/2018

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΑΛΓΕΡΙ

αλγερι

Το Μαύρο Αλγέρι (Alger la Noire) του Maurice Attia (μτφ. Μ. Μηλολιδάκη), Πόλις 2017

Το Μαύρο Αλγέρι είναι το πρώτο βιβλίο από την τριλογία του συγγραφέα (ακολουθούν τα Η κόκκινη Μασσαλία και Παρίσι Μπλουζ), με ήρωα τον αστυνομικό Πάκο Μαρτίνεθ.

O Πάκο έχει μια δραματική οικογενειακή ιστορία, αφού η μητέρα του τον εγκατέλειψε όταν ήταν έξι χρόνων, ενώ ο πατέρας του ήταν αναρχικός που είχε σκοτωθεί στον Ισπανικό Εμφύλιο. Ζει στο Αλγέρι με τη μοναδική συγγενή του, την άρρωστη γιαγιά του, και η αγαπημένη του Ιρέν είναι θύμα τρομοκρατικής, βομβιστικής επίθεσης που την άφησε με ένα προσθετικό πόδι.

Το 1962, και ενώ ο πόλεμος στην Αλγερία πλησιάζει στο τέλος του, ανακαλύπτονται σε μια παραλία στο Αλγέρι τα πτώματα δύο άγρια δολοφονημένων νέων, της Γαλλίδας Εστέλ και του Αλγερινού Μουλούντ.  Μέσα στο γενικότερο κλίμα των άγριων, φονικών συγκρούσεων, η υπόθεση αντιμετωπίζεται από την αστυνομία με αδιαφορία, και αναλαμβάνει να την εξιχνιάσει ο Πάκο με τον συνεργάτη και φίλο του, γαλλοεβραίο αστυνομικό Μωρίς Σουκρούν.

Οι δύο συνεργάτες πρέπει να ερευνήσουν αν η διπλή δολοφονία είναι ρατσιστικό έγκλημα ή τρομοκρατική επίθεση της ακροδεξιάς τρομοκρατικής οργάνωσης OAS ή αν οφείλεται σε άλλου είδους κίνητρα.

Κατά την έρευνά τους, ανακύπτουν σκοτεινά μυστικά για τη ζωή της Εστέλ, που σχετίζονται με την κακοποίηση της κοπέλας από τον διεστραμμένο πατέρα της και τη δράση του τρομοκράτη αδελφού της, ενώ φαίνεται ότι και η μητέρα του Μουλούντ  προσπαθεί να μην αποκαλύψει όσα γνωρίζει για τη ζωή του γιου της.

Αν και η υπόθεση φαίνεται να μην απασχολεί κανένα, εκτός από τους  ήρωες, σε μία πόλη που θυμίζει περισσότερο πεδίο μάχης και ο θάνατος παραμονεύει παντού, οι προσπάθειές τους φαίνεται να «ενοχλούν» και έχουν δραματικές συνέπειες.

Στο Μαύρο Αλγέρι, ο Αττιά περιγράφει ανάγλυφα τις συνθήκες του πολέμου της Αλγερίας, μέσα από την έρευνα για το διπλό έγκλημα, η οποία καλύπτει πολλά από τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου, και ιδιαίτερα το τέλος του πολέμου. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται ένα σχετικό Χρονολόγιο, δεκατρείς σελίδες σημειώσεων, αλλά και δύο άρθρα, του Michel Winock και του Charles-Robert Ageron. Μάλιστα, στις Σημειώσεις (σε. 353) ανακαλύπτουμε ότι το όνομα του φίλου και συναδέλφου του ήρωα, Μωρίς Σουκρούν, αναφέρεται σε ένα υπαρκτό πρόσωπο, έναν μικρέμπορο κοσμημάτων που δολοφονήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1962 από την OAS, με την κατηγορία του «λιποτάκτη» και «προδότη», επειδή είχε αποφασίσει να φύγει με την οικογένειά του από το Αλγέρι.

Ο πόλεμος της Αλγερίας, ένας από τους πιο σκληρούς αγώνες ενάντια στην αποικιοκρατία, άρχισε το 1954 και τελείωσε το 1962, με την ανεξαρτησία της χώρας από τη Γαλλία.  Αν και η υπόθεση του βιβλίου εκτυλίσσεται στους τελευταίους μήνες του πολέμου (από τα τέλη Ιανουαρίου μέχρι τις αρχές Ιουλίου του 1962), οι αναφορές στο παρελθόν, σε συνδυασμό και με το χρονολόγιο, μας θυμίζουν σημαντικά γεγονότα της περιόδου του πολέμου, για τα οποία μπορούμε να πούμε συνοπτικά τα εξής.

Ως αρχή του πολέμου μπορεί να θεωρηθεί η εξέγερση των Αλγερινών τον Νοέμβριο του 1954, η οποία πήρε διαστάσεις και εξελίχθηκε σε ισχυρό αντάρτικο κίνημα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (Front de Libération Nationale, FLN), στρατιωτικός βραχίονας του οποίου ήταν ο  Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός (Armée de Libération Lationale, ALN).

Από το 1956, και ενώ το FLN ενισχύεται, η σύγκρουση μεταφέρεται στις μεγάλες πόλεις με διαδηλώσεις και βομβιστικές επιθέσεις. Από τα τέλη του 1956 και σχεδόν για ένα χρόνο διεξάγεται η «μάχη του Αλγερίου» που λήγει με την ήττα του FLN, το οποίο περιορίζεται στην ύπαιθρο.

Η παραπάνω κατάσταση έχει σημαντικές επιπτώσεις στη μητροπολιτική Γαλλία,  που οδηγείται σε κυβερνητικές κρίσεις.

Το 1958 ξεσπά στην Αλγερία στρατιωτικό πραξικόπημα υπό την ηγεσία του  στρατηγού Μασί (Jacques Massu), που είχε καταστείλει πριν ένα χρόνο τη δράση του FLN στο Αλγέρι, και του στρατιωτικού διοικητή της χώρας, στρατηγού Σαλάν (Raoul Salan), με βασικό αίτημα να αναλάβει την κυβέρνηση των Παρισίων ο Ντε Γκωλ, ώστε να αποφευχθεί η «εγκατάλειψη της Αλγερίας από τους Γάλλους». Το πραξικόπημα και η απειλή βίας ενάντια στη γαλλική κυβέρνηση σηματοδοτούν την κατάρρευση της Δ΄ Γαλλικής Δημοκρατίας και την επιστροφή του Ντε Γκωλ στην εξουσία.

Ωστόσο, παρά τις στρατιωτικές νίκες ενάντια στο FLN μέχρι το 1959, η αντίθεση στον πόλεμο αυξάνεται, τόσο στη Γαλλία όσο και διεθνώς, όπως και η υποστήριξη για την ανεξαρτησία της Αλγερίας, με αποτέλεσμα ο νέος πρόεδρος να αρχίσει να μιλά για την εύρεση κάποιας ειρηνικής λύσης και για «αυτοδιάθεση».

Η στάση του Ντε Γκωλ έχει ως αποτέλεσμα την αντίδραση των αποίκων, η οποία  κορυφώνεται στα τέλη του Ιανουαρίου 1960, όταν ξεσπά κρίση με αφορμή την καθαίρεση του Μασί. Στο Αλγέρι, ομάδες «Ευρωπαίων εθελοντών» στήνουν οδοφράγματα στις 24 Ιανουαρίου, ενώ κηρύσσεται γενική απεργία που επεκτείνεται  και σε άλλες πόλεις, και αρχίζουν συγκρούσεις ενάντια στις δυνάμεις του στρατού. Η γαλλική κυβέρνηση επιλέγει να μην καταστείλει βίαια την εξέγερση και η «εβδομάδα των οδοφραγμάτων» λήγει την 1η Φεβρουαρίου με την παράδοση των στασιαστών.

Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, στις 8 Ιανουαρίου 1961, διεξάγεται γενικό δημοψήφισμα, στο οποίο  75% των ψηφοφόρων  συνολικά, σε Γαλλία και Αλγερία, τάσσονται υπέρ της ανεξαρτησίας της δεύτερης.

H «απάντηση» από την άλλη πλευρά είναι άμεση: την ίδια ημερομηνία με το δημοψήφισμα δημιουργείται τυπικά η OAS (Organisation Armée Secrète, Οργάνωση Μυστικός Στρατός) που αποτελείται από διάφορες ομάδες, που ήδη δρούσαν ενάντια στο FLN. Η δράση της OAS, κυρίως με δολοφονίες και βομβιστικές ενέργειες, σημαδεύει την τελική φάση του πολέμου.

Οι εξελίξεις κατά τον τελευταίο χρόνο της γαλλικής αποικιοκρατίας στην Αλγερία είναι καταιγιστικές.

Τον Απρίλιο του 1961 εκδηλώνεται νέο πραξικόπημα από τhν OAS και υπό την ηγεσία του Σαλάν (Salan) και άλλων τριών στρατηγών, των Αντρέ Ζελέρ (André Zeller), Μωρίς Σαλ (Maurice Challe) και Εντμόντ Ζουό (Edmond Jouhaud), το οποίο αποτυγχάνει και δίνει υτην ευκαιρία στον Ντε Γκωλ για εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στον στρατό.

Τον Μάιο αρχίζουν συνομιλίες μεταξύ της γαλλικής κυβέρνησης και του FLN, το καλοκαίρι σημειώνονται συγκρούσεις μεταξύ OAS και FLN και μαζικές  διαδηλώσεις από το FLN στην Αλγερία, αλλά και στη Γαλλία, ενώ στις 9 Σεπτεμβρίου γίνεται απόπειρα δολοφονίας του προέδρου Ντε Γκωλ στη Γαλλία.

Το φθινόπωρο εκδηλώνονται μαζικές διαδηλώσεις του FLN στην Αλγερία και στη Γαλλία για την έβδομη επέτειο της εξέγερσης του 1954 που καταλήγουν σε συγκρούσεις με δεκάδες θύματα.

Από τις αρχές του 1962, σημειώνονται βομβιστικές επιθέσεις της OAS στο Παρίσι και στις 7 Φεβρουαρίου γίνεται απόπειρα δολοφονίας ενάντια στον υπουργό πολιτισμού, συγγραφέα Αντρέ Μαλρώ. Την επόμενη ημέρα γίνονται μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στην τρομοκρατική δράση της OAS και εκτεταμένες συγκρούσεις με τη γαλλική αστυνομία.

Στις 20 Φεβρουαρίου επιτυγχάνεται ειρηνευτική συμφωνία στην προοπτική απόδοσης ανεξαρτησίας σε όλη την Αλγερία. Σχεδόν ένα μήνα αργότερα σημειώνονται στο Αλγέρι σφοδρές συγκρούσεις με νεκρούς κι τραυματίες μεταξύ του γαλλικού στρατού και Γάλλων αποίκων που διαμαρτύρονταν για τα μέτρα ενάντια στην OAS. Στην προοπτική δεύτερου δημοψηφίσματος για το θέμα της Αλγερίας, η OAS εξαπολύει νέα εκστρατεία -τον Μάρτιο σημειώνονται δεκάδες βομβιστικές επιθέσεις καθημερινά- με σκοπό να σταματήσει η παύση του πυρός που είχε επιτευχθεί.

Τον Απρίλιο του 1962, στο δεύτερο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Αλγερίας, το 91% των Γάλλων ψηφοφόρων ψηφίζουν υπέρ, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά των Αλγερινών που ψηφίζουν την 1η Ιουλίου πλησιάζουν το 100%. Στις 3 Ιουλίου ο Ντε Γκωλ ανακηρύσσει  την Αλγερία ανεξάρτητη χώρα.

Ο πόλεμος, που διήρκεσε περίπου οκτώ χρόνια, υπολογίζεται ότι είχε σχεδόν 1,000,000 θύματα από όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές.

 

Ο Αττιά χρησιμοποιεί την «αστυνομική» υπόθεση κυρίως ως μέσον για να αποδώσει ζωντανά και συχνά λεπτομερώς την ατμόσφαιρα και τα σημαντικά γεγονότα της περιόδου, καθώς και την επίδραση που έχουν στους κεντρικούς χαρακτήρες του, ενώ με έναν εξαιρετικό τρόπο αφήγησης προσφέρει στους αναγνώστες ένα συναρπαστικό αστυνομικό, πολιτικό μυθιστόρημα.

ΤΑ ΜΠΛΟΥΖ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

μπλουζ Ευρώπης

Τα μπλουζ της Ευρώπης (Europa blues) του Arne Dahl (μτφ. Γρ. Κονδύλης), Μεταίχμιο 2012

Το βιβλίο Τα μπλουζ της Ευρώπης είναι το τέταρτο από τη σειρά police procedurals του Dahl (στα σουηδικά έχουν κυκλοφορήσει δέκα και στη χώρα μας τα πρώτα πέντε) με πρωταγωνιστές τα μέλη της Ομάδας Α. Πρόκειται για μία ειδική μονάδα της  Σουηδικής αστυνομίας, για την αντιμετώπιση βίαιων εγκλημάτων διεθνούς χαρακτήρα.

Η πρώτη υπόθεση που αναλαμβάνουν τα μέλη της Ομάδας είναι ο θάνατος ενός άνδρα, το πτώμα του οποίου βρίσκεται κατασπαραγμένο από ζώα στο υπαίθριο μουσείο Σκάνσεν στη Στοκχόλμη. Παράλληλα, καλούνται να εξιχνιάσουν την εξαφάνιση οκτώ Ανατολικοευρωπαίων γυναικών από ένα κέντρο μεταναστών και τη δολοφονία ενός Εβραίου επιζήσαντα του Ολοκαυτώματος, που αρχικά αποδίδεται σε μια ρατσιστική συμμορία. Σταδιακά αρχίζουν να πιστεύουν ότι όλες αυτές οι υποθέσεις συνδέονται μεταξύ τους, καθώς και με τον άγριο φόνο ενός κακοποιού από μία γυναίκα σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό. Οι υποψίες φαίνεται να επιβεβαιώνονται όταν η  Ομάδα Α ζητεί τη βοήθεια της Ίντερπολ και της Γιούροπολ.

Καθώς η έρευνα εξελίσσεται και οι πρωταγωνιστές του Dahl έρχονται αντιμέτωποι με τα κυκλώματα του σεξ-τράφικιν, του ξεπλύματος μαύρου χρήματος και του λαθρεμπορίου ναρκωτικών σε ολόκληρη την Ευρώπη, αρχίζουν να εμφανίζονται στοιχεία που συνδέουν τις υποθέσεις με το παρελθόν της Σουηδίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και σχέσεις μεταξύ του διεθνούς εγκλήματος, των στρατοπέδων συγκέντρωσης και του Ολοκαυτώματος. Σταδιακά, οι ήρωες  νιώθουν ότι «η σουηδική ιστορία άλλαζε μπροστά στα μάτια τους. Ποιος τους τα είχε πει αυτά στο σχολείο; Ποιος τους είχε διαφωτίσει για τη σκοτεινή κληρονομιά της διακριτικά ουδέτερης σκανδιναβικής χώρας; Κανένας» (σελ. 391). Κάποια από τα επώδυνα μυστικά του παρελθόντος που αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια των ερευνών έχουν άμεσο αντίκτυπο και σε προσωπικό επίπεδο για μερικά από τα μέλη της Ομάδας Α, τα οποία διαπιστώνουν ότι συγγενείς τους, που θεωρούνταν ήρωες πολέμου, ήταν στην πραγματικότητα ναζί βασανιστές.

Στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται η στάση της Σουηδίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικότερα σε σχέση με το Ολοκαύτωμα και τα πειράματα ευγονικής των Ναζί. Ο Dahl φωτίζει πλευρές της ιστορίας όπως την «ουδετερότητα» της Σουηδίας στον Πόλεμο, τον ευρωπαϊκό αντισημιτισμό, τη Σουηδική Εταιρεία Ευγονικής, τη θεωρία για την ανωτερότητα της σκανδιναβικής φυλής, το γερμανικό Ινστιτούτο Κάιζερ Γουλιέλμος, καθώς και τους Σκανδιναβούς που κατατάχθηκαν στα ναζιστικά στρατεύματα.

Στη σουηδική «ουδετερότητα», τη σχέση της χώρας με τον ρατσισμό και τους Σκανδιναβούς εθελοντές έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενες αναρτήσεις (βλ. Mankell και Nesbø αντίστοιχα). Ας σημειωθεί πάντως ότι η συμμετοχή Σουηδών εθελοντών στον γερμανικό στρατό ήταν πολύ μικρή συγκρινόμενη με αυτή των άλλων σκανδιναβικών χωρών.

Σε σχέση με τα υπόλοιπα θέματα, μπορούμε να αναφέρουμε συνοπτικά τα εξής:

Μία σημαντική πλευρά της σουηδικής ουδετερότητας αφορά στη στάση απέναντι στο εβραϊκό ζήτημα. Αρχικά, η κυβέρνηση δεν καταδίκασε τα εγκλήματα εναντίον των Εβραίων και μέχρι το 1941 είχε δώσει άσυλο σε πολύ λιγότερους από αυτούς που είχαν καταφύγει σε άλλα κράτη. Από τον Οκτώβριο του 1942, όταν οι διωγμοί επεκτείνονται και στη Νορβηγία, η σουηδική κυβέρνηση εγκαταλείπει την αδιάφορη στάση της, και έναν χρόνο αργότερα επιτρέπει σε μερικές εκατοντάδες Νορβηγούς Εβραίους να περάσουν τα σύνορα. Το 1943 η χώρα αποτέλεσε καταφύγιο για περίπου 7000 Δανούς Εβραίους, ενώ οι Σουηδοί διπλωμάτες στις ευρωπαϊκές χώρες, εκμεταλλευόμενοι την ουδέτερη θέση τους, προσπάθησαν να σώσουν πολλούς Εβραίους εκδίδοντάς τους σουηδικά διαβατήρια ή δίνοντάς τους άσυλο σε διπλωματικά κτήρια.

Για δεκαετίες, η μελέτη ζητημάτων σχετικών με το Ολοκαύτωμα δεν απασχολούσε τους Σουηδούς ιστορικούς, γεγονός που αποτελεί μία εξαιρετική περίπτωση, αφού το θέμα είχε καθιερωθεί διεθνώς, τουλάχιστον για μία τριακονταετία, ως σημαντικότατο πεδίο της σύγχρονης ιστορίας. Τα τελευταία χρόνια εξετάστηκαν ζητήματα σχετικά με την κατάσταση της εβραϊκής κοινότητας στη Σουηδία κατά τον Πόλεμο, αλλά και με τις περιουσίες Εβραίων που ιδιοποιήθηκαν και εκμεταλλεύθηκαν οι Σουηδοί. Γι’ αυτό το θέμα δημιουργήθηκε το 1997 από τη σουηδική κυβέρνηση η Επιτροπή για τα εβραϊκά κεφάλαια κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο[1].

Το Ινστιτούτο Ανθρωπολογίας, Ανθρώπινης Κληρονομικότητας και Ευγονικής Kaiser Wilhelm ιδρύθηκε το 1927 στο Βερολίνο και συνδέθηκε στενά με τις ναζιστικές θεωρίες ευγονικής και φυλετικής υγιεινής. Κατά τον Πόλεμο, μέρη ανθρωπίνων σωμάτων από το Άουσβιτς και άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατέληγαν στο Ινστιτούτο και χρησιμοποιούνταν σε έρευνες με σκοπό να αποδειχτούν οι ναζιστικές φυλετικές θεωρίες. Μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, το εργαστηριακό υλικό και χιλιάδες φάκελοι δεν έφτασαν στα χέρια των Συμμάχων για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία στις δίκες για τα εγκλήματα πολέμου, ενώ  κάποιοι από το προσωπικό του Ινστιτούτου κατόρθωσαν να αποφύγουν τη δίωξη (βλ. σημ. 1).

Ο Dahl χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά την ιστορία για να ασκήσει κριτική σε σημαντικά, επίκαιρα θέματα, και συνδέει με επιδεξιότητα το σύγχρονο διεθνές έγκλημα με τα ναζιστικά εγκλήματα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η παραβολή που επιχειρεί μεταξύ της ναζιστικής και της σύγχρονης Ευρώπης (οι βίαιες μετακινήσεις πληθυσμού εκείνων των χρόνων που επαναλαμβάνονται μετά τη δεκαετία του 1990 με άλλη μορφή, μέσα από τα διεθνή δίκτυα εμπορίας γυναικών από την Ανατολική Ευρώπη στη Δύση, η καταπάτηση στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η σύγχρονη δουλεία) γίνεται τραγικά επίκαιρη σήμερα με την προσφυγική και τη μεταναστευτική κρίση (βλ. σημ. 1).

Το Τα μπλουζ της Ευρώπης είναι ένα σημαντικό μυθιστόρημα, από τα καλύτερα του Dahl με την Ομάδα Α.

[1] Βλέπε Ν. Μ. Γεωργιάδης & Φ.-Ε. Γεωργιάδη (2018), «Κεφ. IV. Οι σκανδιναβικές χώρες κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», στο Ν. Μ. Γεωργιάδης, Σκανδιναβική Αστυνομική Λογοτεχνία. Όψεις της Κοινωνίας και της Πολιτικής, Ηρόδοτος.

Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

timthumb

Η Κόρη του Χρόνου (The Daughter of Time) της Josephine Tey (μτφ. Λ. Φραγκάκης), Λιβάνης 1987

Αν και στο μπλογκ παρουσιάζονται αστυνομικά μυθιστορήματα που εντάσσουν στην πλοκή τους σύγχρονα ιστορικά θέματα, σε αυτό το κείμενο θα κάνουμε μία εξαίρεση. Το Η Κόρη του Χρόνου της Τζόζεφιν Τέι (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Ελίζαμπεθ Μάκιντος) κυκλοφόρησε το 1951 λίγο πριν τον θάνατό της συγγραφέα. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του δια-ιστορικού αστυνομικού μυθιστορήματος, στο οποίο αντικείμενο της έρευνας είναι ένα έγκλημα που έχει γίνει στο (λιγότερο ή περισσότερο μακρινό) παρελθόν.

Στο βιβλίο, ο επιθεωρητής της Σκότλαντ Γιαρντ Άλαν Γκραντ ερευνά, μελετώντας ιστορικά ντοκουμέντα, αν όντως ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος Γ΄ είχε διαπράξει τα εγκλήματα που του αποδίδονται. Ο Γκραντ (που πρωταγωνιστεί και σε άλλα βιβλία της Τέι) βρίσκεται στο νοσοκομείο με σπασμένο πόδι και προσπαθεί να βρει τρόπους για να περάσει την ώρα του. Μία φίλη του, η ηθοποιός Μάρτα Χάλαρντ, του φέρνει μερικά πορτρέτα ιστορικών προσώπων, γνωρίζοντας ότι ο επιθεωρητής, μετά από χρόνια στην Αστυνομία,  περηφανεύεται πως μπορεί να κρίνει την προσωπικότητα κάποιου από τα χαρακτηριστικά του.

Ο Γκραντ ξεχωρίζει το πορτρέτο του Ριχάρδου Γ΄ θεωρώντας ότι, σε αντίθεση με το ότι θεωρείται, σύμφωνα με την «επίσημη Ιστορία», δολοφόνος, φαίνεται να είναι ευγενικός, καλός και σοφός. Χωρίς να έχει κάποια ειδίκευση στην Ιστορία, αρχίζει να διαβάζει ποικίλα ιστορικά βιβλία σχετικά με την εποχή, τον Ριχάρδο και την οικογένειά του, τα γεγονότα που τον έφεραν στον θρόνο, τους Πρίγκιπες του Πύργου (βλ. παρακάτω) κλπ.

Με τη βοήθεια του νεαρού Αμερικανού ερευνητή Μπρεντ Κάρανταϊν, που εργάζεται στο Βρετανικό Μουσείο, ο Γκραντ εστιάζει την έρευνά του σε πρωτογενείς  πηγές και κριτικάρει το ύφος τους και τη στάση των συγγραφέων τους. Χρησιμοποιώντας κυρίως την παραδοσιακή αστυνομική λογική για την ανακάλυψη του ενόχου (ποιος είχε τα μέσα, την ευκαιρία και –κυρίως- το κίνητρο), ο Γκραντ  και ο Κάρανταϊν καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι κατά πάσα πιθανότητα υπεύθυνος για τη δολοφονία των δύο μικρών Πριγκίπων του Πύργου είναι ο Ερρίκος Ζ΄, ο οποίος  διαδέχθηκε τον Ριχάρδο στον θρόνο.

Το βιβλίο ασχολείται λεπτομερώς με σημαντικά θέματα της αγγλικής μεσαιωνικής ιστορίας. Πολύ συνοπτικά αναφερόμαστε σε αυτά:

Ο Ριχάρδος Γ΄ (1452 – 1485), βασιλιάς της Αγγλίας (1483 – 1485), ήταν ο μικρότερος γιος και το δωδέκατο από τα δεκατρία παιδιά του Ριχάρδου της Υόρκης και της Σεσίλ Νέβιλ, και ο τελευταίος βασιλιάς του Οίκου της Υόρκης. Τον Απρίλιο του 1483, όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του, βασιλιάς Εδουάρδος Δ΄, πέθανε, ο Ριχάρδος ορίστηκε κηδεμόνας και προστάτης του διαδόχου Εδουάρδου Ε΄. Δύο μήνες αργότερα, πριν ολοκληρωθούν οι διαδικασίες για τη στέψη του νέου βασιλιά, ο γάμος των γονέων του κρίθηκε άκυρος, και έτσι τα παιδιά του Εδουάρδου Δ΄ δεν είχαν δικαίωμα στον θρόνο. Στις αρχές Ιουλίου 1483 ο Ριχάρδος Γ΄ στέφθηκε  βασιλιάς της Αγγλίας.

Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, ο Εδουάρδος Ε΄ και ο μικρότερος αδελφός του, Ριχάρδος του Σρούσμπερυ, δούκας της Υόρκης (γνωστοί ως «Πρίγκιπες του Πύργου») εξαφανίστηκαν από τον Πύργο του Λονδίνου όπου διέμεναν, και διαδόθηκαν φήμες ότι δολοφονήθηκαν με διαταγή του θείου τους, γεγονός που αμφισβητείται από σύγχρονες ιστορικές έρευνες.

Κατά τη βασιλεία του Ριχάρδου Γ΄ έγιναν δύο επαναστάσεις. Τον Οκτώβριο του 1483 κινήθηκαν εναντίον του βασιλιά, χωρίς επιτυχία, πρώην σύμμαχοι του Εδουάρδου Δ΄ και ο Ερρίκος Στάφορντ, δούκας του Μπάκινγκχαμ· τελικά η επανάσταση συνετρίβη. Τον Αύγουστο του 1485 έγινε η δεύτερη επανάσταση από τον Ερρίκο Τυδώρ. Στη μάχη του  Μπόσγουερθ ο στρατός του Ριχάρδου νικήθηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε. Ο Ερρίκος Τυδώρ ανέβηκε στον θρόνο ως Ερρίκος Ζ΄ της Αγγλίας.

Ο Ριχάρδος Γ΄ τάφηκε στο Λέστερ και, κατά τη Μεταρρύθμιση, ο τάφος του καταστράφηκε και τα οστά του χάθηκαν. Η ιστορία του Ριχάρδου, αλλά και το βιβλίο της Τέι, ήρθαν πρόσφατα στην επικαιρότητα: Τον Αύγουστο του 2012 σε ανασκαφή που έγινε από το Πανεπιστήμιο του Λέστερ ανακαλύφθηκε σκελετός που ταυτοποιήθηκε (μετά από χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα και σύγκριση με το DNA απογόνων από την μεγαλύτερη αδελφή του Ριχάρδου, Άννα της Υόρκης, δούκισσας του Έξετερ), ως ο σκελετός του Ριχάρδου Γ΄. Στις  26 Μαρτίου 2015 τα οστά του τάφηκαν ξανά στον Καθεδρικό ναό του Λέστερ[1].

Το Η Κόρη του Χρόνου είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, στο οποίο οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες προσπαθούν να αναλύσουν τα (πραγματικά) στοιχεία για να  αποδείξουν όχι τόσο «ποιος διέπραξε το έγκλημα» («whodunit»), όσο το «ποιος δεν το διέπραξε» και έχει κατηγορηθεί άδικα. Εξετάζει τους τρόπους που εκδοχές των γεγονότων γίνονται ευρέως αποδεκτές ως αλήθεια και αποτελούν την επίσημη ιστορία. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικός ο τίτλος, ο οποίος παραπέμπει στη ρήση του Φράνσις  Μπέικον «η αλήθεια είναι κόρη του χρόνου και όχι της εξουσίας». Φαίνεται ότι η ίδια η Τέι είχε ερευνήσει αρκετά την ιστορία του Ριχάρδου και πίστευε ότι ήταν αθώος για τον θάνατο των δύο μικρών πριγκίπων.

Το βιβλίο ήταν το πρώτο από μία σειρά μυθιστορημάτων, θεατρικών έργων και βιογραφιών που κυκλοφόρησαν τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 και εξέφρασαν  μία θετική άποψη για τον Ριχάρδο. Έχει επιλεγεί το 1990 από τη  βρετανική Ένωση Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (CWA) ως το καλύτερο από τα 100 αστυνομικά μυθιστορήματα όλων των εποχών. Παρά τους μονοδιάστατους χαρακτήρες του,  η υπόθεσή του είναι αυθεντική και αρκετά ενδιαφέρουσα για τη εποχή που γράφτηκε, αλλά ίσως όχι τόσο για τον σημερινό μέσο αναγνώστη αστυνομικών που δεν γνωρίζει λεπτομέρειες για την ιστορία της Αγγλίας κατά τον Μεσαίωνα.

[1] Βλ.  https://www.bbc.com/news/uk-england-leicestershire-32052800

 

ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΤΑΜΠΛΟΪΝΤ

large_20160720115524_amerikaniko_tamploint

Αμερικανικό ταμπλόιντ (American tabloid) του James Ellroy (μτφ. A. Αποστολίδης), Άγρα 2006

Το Αμερικανικό ταμπλόιντ είναι το πρώτο βιβλίο της τριλογίας του Ελρόυ με γενικό τίτλο Αμερικανικός υπόκοσμος. Η υπόθεση εκτυλίσσεται την περίοδο 1958-1963: δύο χρόνια πριν την εκλογή του Τζον Φιτζέραλντ Κέννεντυ στο προεδρικό αξίωμα και μέχρι λίγες στιγμές πριν την δολοφονία του στις 22 Νοεμβρίου 1963 στο Ντάλας του Τέξας.

Η πάλη για εξουσία, η δράση και οι συνωμοσίες της CIΑ και του FBΙ, και οι σχέσεις της Μαφίας με την πολιτική και τα εργατικά συνδικάτα, αποτελούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται η πλοκή. Όμως, οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος δεν είναι ο Τζον και ο Ρόμπερτ Κέννεντυ, ο Τζίμμυ Χόφφα, ο Χάουαρντ Χιούζ, ούτε καν ο Τζέι Έντγκαρ Χούβερ (βλ. παρακάτω) που φαίνεται να είναι αναμεμιγμένος παντού. Ο Ελρόυ εστιάζει το ενδιαφέρον του σε τρεις φανταστικούς χαρακτήρες που παίζουν σημαντικούς παρασκηνιακούς ρόλους σε γεγονότα όπως η εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων και η δολοφονία του Προέδρου.

Ο μειλίχιος Κέμπερ Μπόιντ είναι πράκτορας του FBI που κάνει «εξυπηρετήσεις» στον Τζον Κέννεντυ και ταυτόχρονα δουλεύει για τη CIΑ, τον Ρόμπερτ Κέννεντυ, αλλά και τη  Μαφία. Ο φίλος και συνάδελφος του Μπόιντ, ο ιδεαλιστής Γουόρντ Τζ. Λίτελ, ασχολείται με τηλεφωνικές υποκλοπές και καταλήγει δικηγόρος της Μαφίας. Τέλος, ο βίαιος, σαδιστής, πρώην αστυνομικός του Λος Άντζελες Πιτ Μπόντιουραντ, που προμηθεύει γυναίκες και ναρκωτικά τον μεγιστάνα Χάουαρντ Χιούζ, είναι πληρωμένος δολοφόνος και στρατολογείται από τη CIA.

Οι κεντρικοί χαρακτήρες εμπλέκονται σε πολλές υποθέσεις και υφίστανται πολλές αλλαγές στην προσωπική τους ζωή κατά την  πενταετία που εκτυλίσσεται το Ταμπλόιντ. Ο Ελρόυ χρησιμοποιεί πολλές έξυπνες υποθέσεις στο βιβλίο, σχετικά με τη σχέση του Τζον Κέννεντυ με τη Μέρυλιν Μονρό, τους λόγους που η εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων εξελίχθηκε σε φιάσκο, τις σχέσεις ανάμεσα στους Κέννεντυ, αλλά και τις αιτίες της δολοφονίας του JFK.

Τα ιστορικά γεγονότα αλλά και τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται ο συγγραφέας είναι από τα πιο γνωστά του 20ου αιώνα και γύρω από αυτά έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις και θεωρίες συνωμοσίας, ενώ έχουν αποτελέσει θέμα πολλών μελετών, αλλά ταυτόχρονα και μυθιστορημάτων, κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών[1] . Γι’ αυτούς τους λόγους αναφέρουμε εντελώς συνοπτικά τα εξής:

Η εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων (17 Απριλίου 1961) ήταν μια αποτυχημένη επέμβαση μίας παραστρατιωτικής ομάδας Κουβανών αντικαθεστωτικών που είχαν καταφύγει στο Μαϊάμι και είχαν χρηματοδοτηθεί και εκπαιδευτεί από τη CIA. Η επιχείρηση είχε αποφασιστεί από τον προκάτοχο του Τζον Κέννεντυ, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, με στόχο την ανατροπή της επαναστατικής κυβέρνησης του Φιντέλ Κάστρο. Ο Κέννεντυ, μετά την εκλογή του, ενημερώθηκε για το σχέδιο και έδωσε τη συγκατάθεσή του.  Η εισβολή αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, ενίσχυσε τη θέση του Κάστρο και ανάγκασε τον Κέννεντυ να διατάξει εσωτερικές έρευνες.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ξέσπασε σκάνδαλο στο ισχυρό εργατικό σωματείο των οδηγών φορτηγών «Διεθνής Αδελφότητα των Τίμστερς» («International Brotherhood of Teamsters» ή απλά «Teamsters»), όταν ένα από τα ηγετικά στελέχη του, ο Τζίμμυ Χόφφα (Jimmy Hoffa), συνεργάστηκε με τη Μαφία για να πάρει τη θέση του προέδρου του σωματείου. Η υπόθεση απασχόλησε την επιτροπή Μακλέλαν (McClellan Committee) που συστάθηκε το 1957 για να ερευνήσει θέματα σχετικά με παράνομες σχέσεις μεταξύ εργοδοτών-εργαζομένων, σωματείων κλπ. Μετά την εκλογή του Τζον Κέννεντυ στην προεδρία και την τοποθέτηση του Ρόμπερτ Κέννεντυ στη θέση του υπουργού Δικαιοσύνης, ερευνήθηκαν σε βάθος οι σχέσεις του Χόφφα με το οργανωμένο έγκλημα. Το 1964 καταδικάστηκε για χορήγηση δανείων από το ταμείο συντάξεων του συνδικάτου σε μέλη της Μαφίας και φυλακίστηκε από το 1967 έως το 1971. Το 1975 εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, ενώ είχε πει ότι θα συναντούσε δύο από τα ηγετικά στελέχη της Μαφίας, και το 1982 θεωρήθηκε επισήμως νεκρός. Για την εξαφάνισή του διατυπώθηκαν πολλές θεωρίες, αλλά η υπόθεση παραμένει μέχρι σήμερα μυστήριο.

Η δολοφονία του Τζον Κέννεντυ (John Fitzgerald Kennedy) στις 22 Νοεμβρίου 1963 είναι ίσως η πιο πολυσυζητημένη του 20ου αιώνα και τα ακριβή περιστατικά, οι αιτίες της, αλλά και η ταυτότητα των αληθινών δραστών παραμένουν μετά από 60 σχεδόν χρόνια άγνωστα. Σύμφωνα με την επίσημη άποψη της κυβέρνησης των ΗΠΑ, η οποία έχει αμφισβητηθεί από πολλούς-, αποκλειστικός υπεύθυνος για τη δολοφονία ήταν ο Λη Χάρβεϊ  Όσβαλντ (Lee Harvey Oswald), ο οποίος δύο ημέρες μετά τη σύλληψή του δολοφονήθηκε από τον Τζακ Ρούμπι (Jack Leon Ruby). Οι θεωρίες για το ποιοι κρύβονταν πίσω από τη δολοφονία του Κέννεντυ είναι πολλές και ως πιθανοί οργανωτές αναφέρονται οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, και ιδιαίτερα η  CIA, ακροδεξιοί Κουβανοί εξόριστοι, η Μαφία κ.ά.

Ο Τζέι Έντγκαρ Χούβερ (J. Edgar Hoover) ήταν διευθυντής του FBI από το 1935 (έτος ίδρυσης  του Γραφείου) μέχρι τον θάνατό του το 1972. Ήταν μία ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, καθώς, κατά το τέλος της μακρόχρονης θητείας του, ήρθαν στην επιφάνεια στοιχεία για κατάχρηση εξουσίας. Ο Χούβερ ήταν πανίσχυρος, αφού φαίνεται ότι υπερέβαινε τα όρια των αρμοδιοτήτων του FBI και χρησιμοποιούσε την υπηρεσία για παρενόχληση, συγκέντρωση στοιχείων με παράνομες μεθόδους και «φακέλωμα» πολιτικών αντιπάλων του, αλλά, και για να επηρεάσει με απειλές ακόμη και Προέδρους  των ΗΠΑ.

Ο Χάουαρντ Χιούζ (Howard Robard Hughes Jr.) ήταν ένας δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας, επενδυτής, αεροπλόος και σκηνοθέτης κινηματογράφου, και μία από τις γνωστότερες μορφές της αμερικανικής κοινωνικοοικονομικής ζωής για περισσότερο από μία τριακονταετία. Οι επιχειρηματικές του δραστηριότητες ήταν ευρύτατες, από κινηματογραφικές εταιρείες μέχρι κατασκευή πολεμικών αεροπλάνων κατά τον Β΄ παγκόσμιο Πόλεμο και επενδύσεις σε γη και ακίνητα. Ο Χιούζ έπασχε από βαριάς μορφής ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και πέθανε το 1976 σε ηλικία 71 ετών.

Ο Ελρόυ, στο Αμερικανικό ταμπλόιντ μας προσφέρει με ρεαλισμό και σκληρή γλώσσα μία πειστική και λεπτομερή περιγραφή μιας εποχής τα σκοτεινά μυστικά της οποίας δεν έχουν αποκαλυφθεί πλήρως ακόμη και σήμερα. Πολλά γεγονότα είναι φανταστικά, αλλά σωστά τοποθετημένα στο ιστορικό πλαίσιο, και, όπως συνήθως, χρησιμοποιεί στην αφήγηση αποσπάσματα από ρεπορτάζ εφημερίδων, από αστυνομικά αρχεία και άλλα ντοκουμέντα. Η σύνθετη πλοκή γίνεται όλο και πιο πυκνή, οι ρυθμοί αφήγησης είναι πολύ γρήγοροι ειδικά προς το τέλος, και οι συνωμοσίες και οι ανατροπές συνεχείς.

Όπως σε όλα τα βιβλία του, έτσι και εδώ οι χαρακτήρες περιγράφονται εξαιρετικά:  σχεδόν όλοι οι φανταστικοί, όπως και οι πραγματικοί ήρωες (με την εξαίρεση, ίσως, του Ρόμπερτ Κέννεντυ) παρουσιάζονται αντιπαθείς, με αδυναμίες, πονηροί, άπληστοι, σκληροί, διεστραμμένοι, έτοιμοι να προδώσουν. Ο Τζον Κέννεντυ είναι ένας γυναικάς, αγνώμων απέναντι σε όσους τον θαυμάζουν και τον στηρίζουν. Ο Χούβερ ένας πανίσχυρος, πανταχού παρών παρανοϊκός και ο Χιούζ ένας μεγαλομανής, εθισμένος στα ναρκωτικά.

Το Αμερικανικό ταμπλόιντ χρειάζεται την προσοχή του αναγνώστη και θα τον ανταμείψει γι’ αυτήν. Ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο, τολμηρό ιστορικό αστυνομικό μυθιστόρημα, ένα εκρηκτικό θρίλερ επικών διαστάσεων.

[1] Όπως π.χ. οι ταινίες JFK του Όλιβερ Στόουν και J. Edgar του Κλιντ Ίστγουντ, τα βιβλία On the trails of assassins του Jim Garisson, το Not in your lifetime: The defining book on the J.F.K. assassination του Anthony Summers, το 11/22/63 (που πρόσφατα μεταφέρθηκε στην τηλεόραση) του Stephen King κλπ.

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ ΣΑΝ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ

περσσον

Ελεύθερη πτώση σαν σε όνειρο (Faller fritt som i en dröm) του Leif G. W. Persson (μτφ. Γρ. Ν. Κονδύλης), Ψυχογιός 2013

Το Ελεύθερη πτώση σαν σε όνειρο είναι το τελευταίο βιβλίο της τριλογίας του Λέιφ Πέρσον (τα άλλα δύο είναι το Ένας ατέλειωτος σουηδικός χειμώνας και το Άλλη εποχή, άλλη ζωή) με γενικό τίτλο Ιστορία ενός εγκλήματος, η οποία ασχολείται με τη σουηδική πολιτική και την κοινωνία κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και τη δολοφονία του πρωθυπουργού Ούλοφ Πάλμε. Αν και στα δύο πρώτα βιβλία υπάρχουν συχνά αναφορές στον Πάλμε, εδώ η υπόθεση σχετίζεται άμεσα με τη δολοφονία του, καθώς το Ελεύθερη πτώση σαν σε όνειρο αποτελεί ουσιαστικά μία λεπτομερή λογοτεχνική αναπαράσταση των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτή, των συνεπειών της και της έρευνας που ακολούθησε.

Η πλοκή τοποθετείται στο 2007. Ο Λαρς Μάρτιν Γιούχανσον (γνωστός ήδη από προηγούμενα βιβλία του Πέρσον), επικεφαλής πλέον της Κεντρικής Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών αποφασίζει λίγο πριν τη συνταξιοδότησή του να κάνει μία ακόμη, φαινομενικά απεγνωσμένη, προσπάθεια για να εξιχνιάσει τη δολοφονία του Πάλμε, η οποία σε τέσσερα χρόνια μπορεί να παραγραφεί λόγω παρέλευσης 25ετίας. Ο Γιούχανσον, όπως και πολλοί Σουηδοί, θεωρεί την υπόθεση Πάλμε αγιάτρευτο τραύμα στο σώμα της χώρας, αλλά και ντροπή για την αστυνομία, και έτσι, επιλέγοντας να μην ακολουθήσει τις τυπικές διαδικασίες, συστήνει μία ομάδα από τους καλύτερους ερευνητές του, την αστυνομική διευθύντρια Άννα Χολτ, τον αρχιεπιθεωρητή Γιαν Λεβίν και την αρχιεπιθεωρήτρια Λίσα Ματέι. «‘Αυτό που θέλω είναι μια second opinion, μια δεύτερη γνώμη δηλαδή. Όχι μια νέα έρευνα. Μόνο μια second opinion από μερικούς έξυπνους συναδέλφους που θα δουν τα πράγματα με άλλο μάτι. Θέλω να μελετήσετε τα πορίσματα της έρευνας που έχει γίνει’, συνέχισε. ‘Υπάρχει κάτι που θα έπρεπε να κάνουμε αλλά δεν το κάναμε; Υπάρχει κάτι στο υλικό που μας ξέφυγε και που αξίζει να το δούμε; Κάτι που μπορούμε ακόμα να δούμε; Αν υπάρχει θέλω να το μάθω, αυτό είναι όλο.’» (σ. 14).

Η ομάδα του Γιούχανσον εξετάζει λεπτομερώς και οργανώνει έναν φοβερό όγκο στοιχείων που είχε συγκεντρωθεί για την υπόθεση (καταθέσεις μαρτύρων, προφίλ του δολοφόνου κλπ.). Επίσης, ερευνά από την αρχή τις διάφορες θεωρίες  που είχαν διατυπωθεί σχετικά με τα κίνητρα και την ταυτότητα του δολοφόνου, σύμφωνα με τις οποίες ύποπτοι ήταν οι Κούρδοι του ΡΚΚ, ή μία ομάδα δεξιών συνωμοτών από την Αστυνομία και την Ασφάλεια, ή το ρατσιστικό καθεστώς της Νότιας Αφρικής…

Στη διάρκεια της εξονυχιστικής έρευνας οι κεντρικοί χαρακτήρες έρχονται αντιμέτωποι με ύποπτους για τη συνομωσία, αλλά και με διεφθαρμένους συναδέλφους τους και ακροδεξιούς πυρήνες μέσα στην αστυνομία.

Ο Ούλοφ Πάλμε (Sven Olof Joachim Palme) είναι, ίσως, ο πιο γνωστός διεθνώς Σουηδός πολιτικός του 20ού αιώνα. Ήταν ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος από το 1969 μέχρι το 1986, και πρωθυπουργός από το 1969 μέχρι το 1976 και από το 1982 έως τον θάνατό του. Ο Πάλμε ήταν μία σημαντική προσωπικότητα με πολιτικές θέσεις που προκάλεσαν πολλές συζητήσεις στην εσωτερική αλλά και στη διεθνή πολιτική σκηνή[1].

Ακολούθησε μια αδέσμευτη πολιτική απέναντι στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα διάφορα απελευθερωτικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου, όπως το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο και η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, και αριστερά κινήματα της Κεντρικής Αμερικής. Πρωτοστάτησε σε εκστρατείες ενάντια στην εξάπλωση των πυρηνικών όπλων και τάχθηκε υπέρ της καταδίκης του ρατσιστικού καθεστώτος της Νότιας Αφρικής αλλά και της δικτατορίας του Πινοσέτ στη Χιλή.

Με την πολιτική που ακολουθούσε δημιούργησε πολλές συμπάθειες, αλλά και εχθρούς, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό της χώρας, όπου αρκετοί θεωρούσαν τις απόψεις του πολύ αριστερές. Ενδεικτικό γεγονός της στάσης στελεχών των ενόπλων δυνάμεων εναντίον του είναι και η δημοσίευση κειμένου από αξιωματικούς του Ναυτικού σε σουηδική εφημερίδα, στο οποίο τον κατηγορούσαν ουσιαστικά σαν προδότη που δεν προστάτευε τα συμφέροντα της χώρας έναντι της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο Πάλμε δολοφονήθηκε αργά το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου 1986 στην κεντρική οδό Σβέαβεγκεν της Στοκχόλμης, καθώς επέστρεφε στο σπίτι του με τη σύζυγό του Λίζμπετ από έναν κινηματογράφο, χωρίς συνοδεία ασφαλείας, αν και είχε δεχθεί απειλές για τη ζωή του. Ο δολοφόνος τον πλησίασε από πίσω και τον πυροβόλησε από κοντινή απόσταση, όπως και τη Λίζμπετ Πάλμε που επέζησε χωρίς να τραυματιστεί σοβαρά.

Οι ενέργειες των αρχών αμέσως μετά τη δολοφονία, αλλά και κατά το κρίσιμο πρώτο διάστημα της έρευνας, ήταν τόσο ασυντόνιστες που έδωσαν τροφή σε θεωρίες σχετικά με την εμπλοκή της Αστυνομίας και της Ασφάλειας στην υπόθεση.

Λίγες ημέρες αργότερα προσήχθη για ανάκριση ως ύποπτος ο Βίκτορ Γκούναρσον (Victor Gunnarsson), ένας ακροδεξιός που συνδεόταν με διάφορες εξτρεμιστικές ομάδες, και που αργότερα αφέθηκε ελεύθερος. Η επίσημη έρευνα στράφηκε αρχικά σε Κούρδους εθνικιστές που θεωρούσαν ότι η υποστήριξη του Πάλμε στον αγώνα τους δεν ήταν ικανοποιητική, ενώ αργότερα εμφανίστηκαν θεωρίες οι οποίες απέδιδαν την ευθύνη για τη δολοφονία στο ρατσιστικό καθεστώς της Νότιας Αφρικής, στη φασιστική κυβέρνηση της Χιλής (με τη βοήθεια της CIA), στους Κροάτες Ουστάσι κλπ., και που τελικά εγκαταλείφθηκαν, καθώς φάνηκε ότι στηρίζονταν σε αδύναμες υποθέσεις. Στη συνέχεια δημιουργήθηκαν υποψίες για εμπλοκή του τότε αρχηγού της Αστυνομίας και υπεύθυνου της έρευνας Χανς Χολμέρ (Hans Holmér) σε πιθανή συνωμοσία ακροδεξιών αστυνομικών.

Αυτοί που διαδέχθηκαν τον Χολμέρ έστρεψαν την προσοχή τους στον Κρίστερ Πέτερσον (Christer Pettersson), έναν μοναχικό αλκοολικό και τοξικομανή με εγκληματικό παρελθόν. Ο Πέτερσον καταδικάστηκε για τη δολοφονία το 1988 αλλά τελικά αθωώθηκε ένα χρόνο αργότερα, μετά από έφεση, λόγω ανεπαρκών στοιχείων.

Αργότερα διατυπώθηκε η άποψη ότι οι δράστες ήταν Σουηδοί ακροδεξιοί, ειδικά μέσα από την αστυνομία και τις ένοπλες δυνάμεις, που έδρασαν με δική τους πρωτοβουλία, και ίσως σε γνώση της CIA ή άλλων μυστικών υπηρεσιών. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι η δολοφονία σχετιζόταν με το διεθνές εμπόριο όπλων της σουηδικής βιομηχανίας Bofors[2].

Η δολοφονία, που παραμένει ανεξιχνίαστη μετά από 30 χρόνια, θεωρείται αντίστοιχη με αυτήν του Τζον Κέννεντι για τις ΗΠΑ, και οι συνέπειές της ήταν σημαντικές, αφού αποτέλεσε τραύμα για τη Σουηδία και άλλαξε την εικόνα της χώρας τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Πολλοί θεωρούν ότι η δολοφονία του Πάλμε και η αναποτελεσματική αστυνομική έρευνα συνέβαλαν στην ανάπτυξη της σκανδιναβικής (και κυρίως της σουηδικής) αστυνομικής λογοτεχνίας.

Ο Πέρσον δημιουργεί, όπως και στα άλλα βιβλία του, ρεαλιστικούς χαρακτήρες και διαλόγους, και με επιδεξιότητα συνθέτει σε μία περίπλοκη αλλά και συνεκτική αφήγηση το πλήθος των πληροφοριών και των θεωριών που έχουν αναπτυχθεί σε σχέση με τη δολοφονία. Χρησιμοποιεί πλήθος λεπτομερειών σε πολλά αποσπάσματα που απαιτούν την προσοχή του αναγνώστη, και συνδυάζει με επιτυχία τον κοινωνικό και πολιτικό σχολιασμό με το σκοτεινό χιούμορ και την καυστική σάτιρα για το σουηδικό κράτος και την αστυνομία.

Πρόκειται για ένα πολύ καλό και πειστικό αστυνομικό πολιτικό θρίλερ, που κλείνει με ιδανικό τρόπο την τριλογία Ιστορία ενός εγκλήματος.

[1] Βλέπε και Ν. Μ. Γεωργιάδης (2018), Σκανδιναβική Αστυνομική Λογοτεχνία. Όψεις της Κοινωνίας και της Πολιτικής, Ηρόδοτος.

[2] Το πολιτικό «σκάνδαλο Bofors» ξέσπασε στη Σουηδία και την Ινδία κατά τη δεκαετία του 1980 και αφορούσε τη δωροδοκία ανώτατων κυβερνητικών αξιωματούχων που εμπλέκονταν στην προμήθεια όπλων αξίας περίπου 1 δις δολαρίων ΗΠΑ από τη σουηδική εταιρεία στον ινδικό στρατό.

LITTLE SCARLET

little-scarlet-1

Little Scarlet του Walter Mosley (μτφ. Α. Τριμπέρη), Πόλις 2015

Το Little Scarlet είναι το ένατο μυθιστόρημα του Μόσλυ με ήρωα τον Αφροαμερικανό Ίζυ (υποκοριστικό του Ιεζεκιήλ, αλλά και «χαλαρός, άνετος») Ρόουλινς. Ο Ρόουλινς είναι ένας σαρανταπεντάχρονος βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εργάζεται ως επιστάτης σε γυμνάσιο, αλλά είναι και ντετέκτιβ χωρίς επίσημη άδεια, που κάποιες φορές ξεπερνάει τα όρια της νομιμότητας. Έχει κατορθώσει να αποκτήσει μεγάλη (και αδήλωτη στην εφορία) ακίνητη περιουσία, και ζει με την Μπόνι Σέι και τα δύο υιοθετημένα παιδιά του, τον έφηβο Ιησού και τη μικρή Φέδερ.

Τον Αύγουστο του 1965, καθώς το Λος Άντζελες φλέγεται από τις βίαιες φυλετικές ταραχές που έχουν ξεσπάσει στο γκέτο του Γουότς, μία νεαρή Αφροαμερικανή, η Νόλα Πέιν, γνωστή ως Λιτλ Σκάρλετ (λόγω των κόκκινων μαλλιών της), βρίσκεται άγρια δολοφονημένη. Ο κύριος ύποπτος είναι ένας λευκός άντρας που τραυματίστηκε περνώντας με το αυτοκίνητό του από την περιοχή, κατάφερε να ξεφύγει από το πλήθος που απειλούσε να τον λιντσάρει και, με τη βοήθεια της Πέιν, κρύφτηκε στο σπίτι της.

Η Αστυνομία προσπαθεί να λύσει την υπόθεση «χωρίς να το πάρει είδηση ο κόσμος», καθώς, αν ο φόνος αποδοθεί σε φυλετικό μίσος, θα αναζωπυρωθεί η βία σε μία στιγμή που η κατάσταση φαίνεται να εκτονώνεται. Τότε ο λευκός επιθεωρητής Μέλβιν Σαγκς αποφασίζει να ζητήσει τη βοήθεια του Ρόουλινς που, ως Αφροαμερικανός με επαφές στην περιοχή, μπορεί να κινηθεί ανενόχλητος στο γκέτο και να βοηθήσει στην εξιχνίαση του εγκλήματος.

Ο Ίζυ βρίσκεται σε δίλημμα σχετικά με το αν πρέπει να εμπλακεί στην υπόθεση: από τη μία πλευρά, και ενώ προσπαθεί να μη λάβει μέρος στην εξέγερση «με τη σκέψη ότι έπρεπε να κρατήσω το καπάκι κλειστό. Γιατί αν δεν το έκανα, θα ξεχυνόταν όλη η κόλαση», αντιμετωπίζει τον ρατσισμό και την απεχθή συμπεριφορά των αστυνομικών που φέρονται βίαια ενάντια στους εξεγερμένους, και από την άλλη δεν θέλει να μείνει για ακόμη μία φορά ανεξιχνίαστος ο θάνατος μίας Αφροαμερικανής. Τελικά, αποφασίζει να βοηθήσει στην έρευνα, ψάχνοντας τον ένοχο περισσότερο ίσως για δική του ικανοποίηση, ενώ παράλληλα θεωρεί ότι με τη συμμετοχή του θα συμβάλει στην αποκατάσταση της ηρεμίας.

Σύντομα ανακαλύπτει πως ο αρχικός ύποπτος είναι αθώος, γεγονός που διευρύνει το πλαίσιο των ερευνών του. Στην προσπάθειά του να συλλέξει στοιχεία και να διαλευκάνει την υπόθεση κινείται ανάμεσα σε λεηλασίες και πυρπολήσεις, σε κακόφημα και επικίνδυνα στέκια, έρχεται σε επαφή με τον «υπόκοσμο», με φίλους αλλά και άγνωστους, μετανάστες, παράνομους, διαρρήκτες, βαποράκια, ηγέτες θρησκευτικών αιρέσεων και ρατσιστές αστυνομικούς.

Ο Μόσλυ τοποθετεί την υπόθεση του μυθιστορήματος στο Γουότς, σε ένα εκρηκτικό σκηνικό. Το Λος Άντζελες, πέρα από τη βιτρίνα των κινηματογραφικών στούντιο, ήταν, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, μία πόλη βαθύτατα διαχωρισμένη φυλετικά, όπου οι μεγάλες κοινωνικές ανισότητες σε βάρος των μειονοτήτων αποτυπώνονταν και στις συνθήκες κατοικίας και τον οικιστικό διαχωρισμό. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Αφροαμερικανοί και οι ασιατικής καταγωγής πολίτες είχαν αποκλειστεί από τα προάστια και είχαν περιοριστεί στο ανατολικό και στο νότιο μέρος της πόλης, στο οποίο ανήκε το Γουότς, το οποίο εξελίχθηκε σε γκέτο. Η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια που είχε δημιουργηθεί οδηγήθηκε σε έκρηξη από μία φαινομενικά «ασήμαντη αφορμή».

Στις 11 Αυγούστου 1965 ο λευκός αστυνομικός Λι Μίνικους σταμάτησε τον 21χρονο Αφροαμερικανό Μαρκέτ Φράι για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ. Το συμβάν γρήγορα πήρε μεγάλες διαστάσεις όταν ο αδελφός του, που ήταν συνεπιβάτης στο αυτοκίνητο, και η μητέρα τους, που έσπευσε σε βοήθειά τους, αντιμετωπίστηκαν με υπερβολική βία από τους αστυνομικούς και συνελήφθησαν. Οι Αφροαμερικανοί που βρίσκονταν στο σημείο εξοργίστηκαν από τις ενέργειες των αστυνομικών και κινήθηκαν εναντίον τους. Κατά τη διάρκεια της νύχτας η ένταση αυξήθηκε καθώς οι συγκεντρωμένοι έγιναν ακόμη περισσότεροι και επιτέθηκαν με πέτρες στις δυνάμεις της αστυνομίας που επιχείρησαν να τους διαλύσουν.

Την επόμενη μέρα έγινε μια συνάντηση εκπροσώπων της αστυνομίας και της τοπικής αφροαμερικανικής κοινότητας με σκοπό την εκτόνωση της κατάστασης, χωρίς αποτέλεσμα. Μετά την αποτυχία της συνάντησης, ο αρχηγός της Αστυνομίας του Λος Άντζελες Γουίλιαμ Πάρκερ ζήτησε τη βοήθεια της Εθνοφρουράς της Καλιφόρνια.

Στις 13 Αυγούστου, 2300 άνδρες της Εθνοφρουράς ενίσχυσαν την αστυνομία, ενώ στις 14 Αυγούστου, 16.000 αστυνομικοί και εθνοφρουροί είχαν αναπτυχθεί στους δρόμους του Γουότς και είχαν στήσει οδοφράγματα επιβάλλοντας «στρατιωτικό νόμο» και απειλώντας με θανάσιμη βία τους κατοίκους που, εξαγριωμένοι από τη στάση της αστυνομίας, επιτίθονταν με τούβλα και κομμάτια τσιμέντου από τα πεζοδρόμια, μετατρέποντας την περιοχή σε εμπόλεμη ζώνη.

Η εξέγερση, που ήταν η χειρότερη στην πόλη μέχρι το 1992[1], διήρκεσε έξι ημέρες, και ο απολογισμός ήταν βαρύς: 34 άνθρωποι σκοτώθηκαν από τις σφαίρες των «εκπροσώπων του νόμου», περισσότεροι από 1000 ήταν τραυματίες, περίπου 4000 συνελήφθησαν, ενώ οι υλικές ζημιές έφτασαν τα 40 εκατομμύρια δολάρια.

Η επιτροπή που δημιουργήθηκε με επικεφαλής τον τέως  διευθυντή της CIA Τζον ΜακΚόουν για να ερευνήσει τα γεγονότα, εξέδωσε στις 2 Δεκεμβρίου 1965 ένα πόρισμα, σύμφωνα με το οποίο οι αιτίες της εξέγερσης αποδίδονταν στα υψηλά ποσοστά ανεργίας και τις υποβαθμισμένες συνθήκες διαβίωσης των Αφραμερικανών στο Γουότς. Στις συστάσεις της επιτροπής ενδεικτικά περιλαμβάνονταν η επείγουσα έναρξη εκπαιδευτικών προγραμμάτων, η βελτίωση των συνθηκών στέγασης για όσους είχαν χαμηλά εισοδήματα, η δημιουργία περισσότερων προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης και η αναβάθμιση των υπηρεσιών παροχής υγείας. Τα περισσότερα από αυτά τα μέτρα δεν εφαρμόστηκαν ποτέ.

Ο Μόσλυ, με αφορμή ένα μεμονωμένο (φανταστικό) περιστατικό, τη δολοφονία της Λιτλ Σκάρλετ, αποδίδει με συναρπαστικό τρόπο τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1960, σε μια εποχή φυλετικών διακρίσεων, ανισοτήτων και βίας, και ενώ στο βάθος αντηχεί ο πόλεμος του Βιετνάμ.

Η πλοκή είναι σφιχτή και εξελίσσεται αργά, οι περιγραφές είναι λεπτομερείς, ενώ δεν λείπουν και οι απαραίτητες ανατροπές. O Ρόουλινς αλλά και οι υπόλοιποι χαρακτήρες περιγράφονται ζωντανά, ενώ δίνεται βάρος στα ηθικά διλήμματα και τις δύσκολες επιλογές που αντιμετωπίζουν. Ιδιαίτερα ο Ίζυ καλείται να διαλέξει ανάμεσα στην οικογένεια και τη ζωή που προσεκτικά και με δυσκολίες έχει δημιουργήσει, και την «αίσθηση του καθήκοντος»…

Το Little Scarlet είναι ένα συναρπαστικό, και ίσως το πιο άμεσα πολιτικό μυθιστόρημα του Μόσλυ.

[1] Η εξέγερση του Λος Άντζελες το 1992 άρχισε λίγες ώρες μετά την αθώωση από το δικαστήριο τεσσάρων αστυνομικών που κατηγορούνταν για τον άγριο ξυλοδαρμό (όπως αποδεικνυόταν και από βίντεο που είχε πάρει ένας αυτόπτης μάρτυρας) κατά τη σύλληψη του Αφροαμεριακνού Ρόντνευ Κινγκ, επειδή δεν είχε σταματήσει για έλεγχο το αυτοκίνητο που οδηγούσε. Από τις 29 Απριλίου μέχρι και τις 4 Μαΐου το μητροπολιτικό Λος Άντζελες συνταράχθηκε από εκτεταμένες βιαιοπραγίες, λεηλασίες, εμπρησμούς και φόνους. Ο απολογισμός της εξέγερσης, που τερματίσθηκε με την επέμβαση της Εθνοφρουράς της Καλιφόρνια, μονάδων Πεζικού και Πεζοναυτών, ήταν 63 νεκροί, σχεδόν 2400 τραυματίες, περισσότεροι από 12.000 συλληφθέντες και υλικές ζημιές ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων.  http://www.history.com/topics/the-los-angeles-riots

 

THE RETURN OF THE DANCING MASTER

mankell

The Return of the Dancing Master [Η επιστροφή του δάσκαλου του χορού] (Danslärarens återkomst) του Henning Mankell (μτφ. L. Thompson), Vintage 2004

Το Η επιστροφή του δάσκαλου του χορού είναι ένα μυθιστόρημα του Μάνκελ στο οποίο δεν πρωταγωνιστεί ο Κουρτ Βαλάντερ. Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Στέφαν Λίντμαν, ένας αστυνομικός, εξαντλημένος από τη δουλειά του, στην οποία αφιερώνει μεγάλο μέρος της ζωής του, και με σοβαρά προβλήματα υγείας, αφού έχει διαγνωσθεί με καρκίνο της γλώσσας.

Ενώ βρίσκεται σε άδεια ασθενείας και αποφασίζει μετά από πολλούς δισταγμούς να αρχίσει θεραπεία, ο Λίντμαν μαθαίνει ότι ο Χέρμπερτ Μόλιν, συνάδελφος και μέντοράς του που είχε συνταξιοδοτηθεί πριν από λίγα χρόνια, βρέθηκε άγρια δολοφονημένος, και αποφασίζει να ασχοληθεί ανεπίσημα με την υπόθεση.

Ταξιδεύει σε ένα μικρό χωριό στα βόρεια της χώρας, όπου είχε εγκατασταθεί ο Μόλιν, και προσπαθεί, σε συνεργασία με τον τοπικό αστυνομικό, να ξεδιαλύνει τη δολοφονία, της οποίας ιδιαίτερο στοιχείο αποτελούν τα ματωμένα ίχνη από τα πόδια του θύματος στα βήματα του τάνγκο.

Στην προσπάθειά του να εξιχνιάσει την υπόθεση, ο Λίντμαν ανακαλύπτει σταδιακά το ναζιστικό παρελθόν του Μόλιν και έρχεται αντιμέτωπος με ένα νεοναζιστικό δίκτυο στο οποίο συμμετέχουν και αρκετοί παλιοί φίλοι του μέντορά του.

Και σε αυτό το μυθιστόρημα του Μάνκελ, όπως και σε βιβλία άλλων Σκανδιναβών συγγραφέων, το παρελθόν της χώρας επηρεάζει όχι μόνο το παρόν της, αλλά και την προσωπική ζωή του ήρωα: ο Λίντμαν ανακαλύπτει στην πορεία της έρευνας ότι στο ναζιστικό κύκλωμα συμμετείχε, μέχρι τον θάνατό του, και ο πατέρας του.

Ο Μάνκελ βρίσκει την ευκαιρία να αναφερθεί στις σχέσεις της ουδέτερης κατά τον πόλεμο Σουηδίας με τη ναζιστική Γερμανία, στους Σουηδούς εθελοντές που υπηρέτησαν στον γερμανικό στρατό, στον ρατσισμό, αλλά και στη σημερινή πραγματικότητα και την αναβίωση του ναζισμού.

Η στάση της Σουηδίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελεί, ίσως, το πιο αμφιλεγόμενο θέμα στην ιστορία της χώρας, αφού, παρά την ουδετερότητά της, παρείχε σημαντικές στρατιωτικές και οικονομικές διευκολύνσεις στη ναζιστική Γερμανία: όχι μόνο είχε επιτρέψει τη διέλευση γερμανικών στρατευμάτων από το έδαφός της προς και από τη Νορβηγία[1], αλλά σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου είχε μία εκτεταμένη εμπορική συνεργασία με τη Γερμανία, καθώς προμήθευε με πολύτιμες πρώτες ύλες την πολεμική βιομηχανία της[2], συμβάλλοντας τόσο στη διατήρηση και ενίσχυσή της, όσο και στην παράταση του πολέμου.

Η σχέση της χώρας με τον ρατσισμό χρονολογείται ήδη από τον μεσοπόλεμο. Το 1922 ιδρύθηκε το «Κρατικό Ινστιτούτο για την Φυλετική Βιολογία», ενώ τη δεκαετία του 1930 ψηφίστηκαν από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, με τη συμφωνία και των άλλων κομμάτων, νόμοι περί ευγονικής, με σκοπό να εμποδίσουν τον «εκφυλισμό» της φυλής, να «προστατεύσουν» τον πληθυσμό από τη διάδοση «άρρωστων» γονιδίων και να διαφυλάξουν το κράτος από το βαρύ κόστος της πρόνοιας για τους πολύ αδύναμους. Σύμφωνα με αυτούς τους νόμους, που καταργήθηκαν σιωπηρά το 1976, περισσότερα από 60,000 «κατώτερα» άτομα που τα χαρακτηριστικά τους θεωρήθηκε ότι δεν άρμοζαν στο πρότυπο της «άριας φυλής», είχαν υποστεί αναγκαστική στείρωση κατά την περίοδο 1935-1975.

Την ίδια περίοδο δημιουργήθηκαν οι πρώτες ναζιστικές οργανώσεις, όπως το «Σουηδικό Φασιστικό Λαϊκό Κόμμα» («Sveriges Fascistiska Folkparti»). Μετά το τέλος του Πολέμου οι διάφορες οργανώσεις της εξτρεμιστικής δεξιάς δεν εξαφανίστηκαν εντελώς, αλλά ήταν περιθωριοποιημένες. Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται στη Σουηδία, όπως και γενικότερα στην Ευρώπη, μία αύξηση ακροδεξιών, ρατσιστικών και νεοναζιστικών κινήσεων, όπως το «Εθνικοσοσιαλιστικό Μέτωπο» («Nationalsocialistisk front»), το «Σουηδικό Κίνημα Αντίστασης» («Svenska Motståndsrörelsen»), η «Λευκή Άρια Αντίσταση» («Vitt Ariskt Motstånd») κλπ., που συχνά αναπτύσσουν εγκληματική δραστηριότητα, αλλά και οι «Σουηδοί Δημοκράτες» («Sverigedemokraterna»), που στις εκλογές του 2014 κατέλαβαν την τρίτη θέση. Ο Μάνκελ αναφέρεται σε αυτές τις πολυάριθμες ρατσιστικές και νεοναζιστικές οργανώσεις που έδρασαν στη χώρα μέσα από τη μυθιστορηματική ύπαρξη και δράση του «Ισχυρού Σουηδικού Ιδρύματος».

Ο Μάνκελ, όπως και άλλοι Σκανδιναβοί συγγραφείς, ασχολείται τόσο με το παρελθόν (τη στάση της Σουηδίας στον πόλεμο), όσο και με το παρόν (την αναβίωση του ναζισμού), προβάλλοντας μία διαφορετική από την επίσημη άποψη. Εστιάζει το ενδιαφέρον του όχι μόνο στους κεντρικούς χαρακτήρες (τον Λίντμαν και τον δολοφόνο), που περιγράφονται με ζωντάνια και διεισδυτικότητα, αλλά και στο έγκλημα, και δίνει σημαντικό ρόλο στη σκηνογραφία και στον σκανδιναβικό χειμώνα.

Το Η επιστροφή του δασκάλου του χορού είναι ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του Μάνκελ, που δυστυχώς ακόμη δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά…

[1] βλ. π.χ. Norway PM «hated Sweden» for Nazi help στο https://www.thelocal.se/20120605/41252)

[2] Η Σουηδία εξήγαγε στη Γερμανία εκατομμύρια τόνους σιδηρομεταλλεύματος και μηχανικά εξαρτήματα, αλλά και τρόφιμα, ξυλεία και άλλες πρώτες ύλες.

 

ΜΑΠΟΥΤΣΕ

μαπούτσε

Μαπούτσε (Mapucheτου Caryl Férey (μτφ. Αργ. Μακάρωφ), Άγρα 2013

Μπουένος Άιρες, λίγα χρόνια μετά την οικονομική κατάρρευση της Αργεντινής. Μία πόλη που υποφέρει, όπως σχεδόν όλη η χώρα, από διαφθορά, σκάνδαλα, εξαθλίωση‧ μία πόλη, που τη στοιχειώνουν ακόμη οι εφιάλτες από την περίοδο της χούντας.

Η Ζανά είναι μία νέα γυναίκα της φυλής Μαπούτσε, ταλαντούχα, αλλά μη αναγνωρισμένη, γλύπτρια. Έχει ζήσει από μικρή την αγριότητα της εξουσίας, όταν η αστυνομία εκδίωξε βίαια την οικογένειά της από τη γη της. Ξεριζωμένη, αναγκάστηκε, για να επιβιώσει στην οικονομική κρίση και να τελειώσει τις σπουδές της, να ζήσει στον δρόμο και να εκπορνευθεί. Μοναδική φίλη της είναι η Πάουλα, μια τραβεστί με την οποία γνωρίστηκε στις πιάτσες της Λα Μπόκα, στο παλιό λιμάνι του Μπουένος Άιρες. Όταν η Λους, μια άλλη τραβεστί, φίλη της Πάουλα, βρίσκεται φρικτά δολοφονημένη, η Ζανά αποφασίζει να ανακαλύψει τι συνέβη. Αντιμετωπίζοντας την αδιαφορία της αστυνομίας ζητά τη βοήθεια του ιδιωτικού ερευνητή Ρουμπέν Καλδερόν.

Ο Ρουμπέν έχει, επίσης, τραυματικό παρελθόν. Επιβίωσε από τις φυλακές της χούντας, όπου χάθηκαν ο πατέρας του, γνωστός αριστερός ποιητής, και η μικρή αδελφή του. Έχει αφιερωθεί στην υπηρεσία των «Γιαγιάδων της Πλατείας του Μάη» (βλ. παρακάτω), αναζητώντας στοιχεία για τα παιδιά των «εξαφανισθέντων» και για τους δολοφόνους των γονέων τους.  Στην αρχή αρνείται να βοηθήσει τη Ζανά αφού, εκτός από τις έρευνές του, ασχολείται και με την εξαφάνιση της Μαρία Βικτόρια Καμπάλ, φωτογράφου και κόρης ενός από τους σημαντικότερους επιχειρηματίες της χώρας.

Καθώς η υπόθεση εξελίσσεται, η Ζανά και ο Ρουμπέν ανακαλύπτουν ότι οι υποθέσεις της Λους και της Μαρία Βικτόρια συνδέονται, τόσο μεταξύ τους όσο και με το παρελθόν της Αργεντινής. Μέσα από έναν καταιγισμό γεγονότων και την αποκάλυψη φρικτών ιστοριών, οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες έρχονται αντιμέτωποι με θανάσιμους κινδύνους και με μυστικά που έχουν τις ρίζες τους στις μέρες της δικτατορίας, και μετατρέπονται από ερευνητές σε εκδικητές.

Η αφήγηση του Φερέ, με τις σκληρές περιγραφές της, φέρνει σε επαφή τους αναγνώστες με τις πιο σκοτεινές σελίδες της ιστορίας της Αργεντινής: τους διωγμούς των γηγενών, τους «εξαφανισθέντες» κατά την περίοδο της χούντας, αλλά και τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης στα τέλη του 2001.

Οι Μαπούτσε («άνθρωποι της γης») είναι μία σημαντική φυλή γηγενών της Νότιας Αμερικής, που κατοικούσαν ως νομάδες στο μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Χιλής και σε ένα τμήμα της Αργεντινής, με πληθυσμό που ξεπερνούσε τα δύο εκατομμύρια πριν την ισπανική κατάκτηση στα μέσα του 16ου αιώνα. Οι μακρόχρονοι πόλεμοι, οι λιμοί και οι επιδημίες που ακολούθησαν, αποδεκάτισαν τους Μαπούτσε, όπως και τις άλλες φυλές. Στα τέλη του 19ου αιώνα, κατά την εκστρατεία του αργεντινού στρατού για την «κατάκτηση της ερήμου» («Conquista del desierto»), χιλιάδες γηγενείς εκτοπίστηκαν από τη γη τους, που δόθηκε για εκμετάλλευση σε μετανάστες από την Ευρώπη. Από τότε οι Μαπούτσε της Αργεντινής διασκορπίστηκαν σε όλη τη χώρα, και σήμερα οι περισσότεροι ζουν στις περιοχές Νεουκέν και Ρίο Νέγρο της Παταγονίας.

Κατά τη δεκαετία του 1960 δόθηκαν στις κοινότητες των Μαπούτσε κάποια δικαιώματα σχετικά με την ιδιοκτησία αγροτικών εκτάσεων, αλλά οι διώξεις εναντίον τους, που εντάθηκαν κατά την περίοδο της χούντας, η φτωχή απόδοση της γης και η απομόνωση των περιοχών τους, ανάγκασαν πολλούς να μετακινηθούν σε άλλες περιοχές και σε πόλεις για να βρουν δουλειά. Οι πρώτες οργανώσεις των Μαπούτσε δημιουργήθηκαν από τη δεκαετία του 1970 και απέκτησαν σημαντικότερο ρόλο κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία στη χώρα.

Οι αγώνες τους για περισσότερη αυτονομία, νομική κατοχύρωση της πολιτισμικής τους ταυτότητας    και των δικαιωμάτων τους στην ιδιοκτησία της γης εντείνονται από τη δεκαετία του 1990 με μαζικές διαμαρτυρίες και καταλήψεις εδαφών που αντιμετωπίζονται με βίαιες εκδιώξεις, και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τον Αύγουστο του 2017 «εξαφανίστηκε» κατά τη διάρκεια συγκρούσεων με την αστυνομία ο Μαπούτσε ακτιβιστής Σαντιάγο Μαλντονάδο (Santiago Maldonado). Το πτώμα του βρέθηκε σε ένα ποτάμι της Παταγονίας στις 21 Οκτωβρίου, τις μέρες που γραφόταν αυτό το κείμενο…

Οι σχέσεις της Αργεντινής με τον φασισμό έχουν τις ρίζες τους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τον οποίο η «ουδέτερη» Αργεντινή διατηρούσε σχέσεις με τις δυνάμεις του Άξονα. Το γεγονός αυτό μπορεί να εξηγηθεί από τους στενούς πολιτιστικούς δεσμούς που υπήρχαν με τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ισπανία, αφού οι περισσότεροι Αργεντινοί που προέρχονταν  από την Ευρώπη κατάγονταν από αυτές τις χώρες.

Με το τέλος του Πολέμου, περίπου 9000 ναζί κατέφυγαν στη Νότια Αμερική. Η κυβέρνηση του Χουάν Περόν έδωσε άσυλο σε 5000 από αυτούς, μεταξύ των οποίων γνωστοί  εγκληματίες πολέμου, όπως ο αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος Άντολφ Άιχμαν (Otto Adolf Eichmann) και ο γιατρός των Ες Ες, διαβόητος για τα πειράματα που έκανε σε  ανθρώπους, Γιόζεφ Μένγκελε (Josef Mengele), ο «Άγγελος του Θανάτου» του Άουσβιτς. Τα κίνητρα δεν ήταν μόνο ιδεολογικά, αλλά και οικονομικά, αφού Γερμανοί και Αργεντινοί μεγαλοεπιχειρηματίες πλήρωναν για την παροχή ασύλου στους «φυγάδες», ενώ πολλοί από τους ναζί μετέφεραν στη χώρα μέρος από τις περιουσίες που είχαν αρπάξει από τα θύματά τους. Ναζί αξιωματούχοι συμμετείχαν στην εκπαίδευση Αργεντινών αξιωματικών και στελέχωσαν παραστρατιωτικές οργανώσεις ενάντια στο αριστερό κίνημα που αναπτύχθηκε τις δεκαετίες του 1960 και του 1970.

Η ιστορία της Αργεντινής μετά τον Πόλεμο χαρακτηρίζεται από αστάθεια και συχνά στρατιωτικά πραξικοπήματα. Το 1955 ο Πρόεδρος Χουάν Περόν (Juan Domingo Perón) εξαναγκάσθηκε από τις ένοπλες δυνάμεις σε εξορία και το 1966 επιβλήθηκε ξανά στρατιωτικός νόμος. Ο Περόν επέστρεψε στη χώρα, εξελέγη Πρόεδρος το 1973 και μετά τον θάνατό του το 1974, ανέλαβε στη θέση του η τρίτη σύζυγός του Ισαμπέλ. Το 1976, σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης (οικονομική κατάρρευση, πολιτικές δολοφονίες), κατέλαβε την εξουσία στρατιωτική χούντα με επικεφαλής τον στρατηγό Χόρχε Βιδέλα (Jorge Rafael Videla).

Η δικτατορία του Βιδέλα ήταν, ίσως, η πιο στυγνή της Λατινικής Αμερικής. Από το 1976 έως το 1983 εντάθηκε ο «βρώμικος πόλεμος» («Guerra sucia»), η κρατική τρομοκρατία που είχε αρχίσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και είχε ως στόχο όχι μόνο τους αριστερούς αντάρτες, αλλά και όλους όσοι εθεωρείτο ότι ήταν ενάντια στη χούντα (συνδικαλιστές, διανοούμενοι, φοιτητές κ.ά.).

Ο Βιδέλα αποχώρησε από την Προεδρία τον Μάρτιο του 1981 και αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Ρομπέρτο Εδουάρντο Βιόλα (Roberto Eduardo Viola), τη θέση του οποίου πήρε μετά από εννιά μήνες ένας άλλος στρατηγός, ο Λεοπόλδο Γκαλτιέρι (Leopoldo Galtieri). Το 1982 η ήττα της Αργεντινής από τη Βρετανία στον πόλεμο των Φόκλαντ, σε συνδυασμό με την οικονομική και πολιτική κρίση, οδήγησε στην πτώση της χούντας και στις ελεύθερες εκλογές του 1983.

Κατά τη διάρκεια του «βρώμικου πολέμου» χιλιάδες[1] άνθρωποι «εξαφανίστηκαν», σε πολλές περιπτώσεις χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος: απάχθηκαν, βασανίστηκαν, δολοφονήθηκαν με φρικτούς τρόπους, πετάχτηκαν ζωντανοί από αεροπλάνα στον ωκεανό, ώστε τα πτώματα να μη βρεθούν ποτέ. Το αποκορύφωμα της κτηνωδίας ήταν ότι μερικές εκατοντάδες έγκυοι που ήταν μεταξύ των απαχθέντων δολοφονούνταν αφού είχαν γεννήσει στις φυλακές και τα βρέφη, χωρίς να καταγραφούν σε ληξιαρχεία, δίνονταν σε οικογένειες πλούσιων Αργεντινών ή στρατιωτικών της χούντας.

Συγκλονιστική μαρτυρία γι’ αυτές τις αγριότητες αποτελεί η δημιουργία και η δράση των οργανώσεων «Μητέρες της Πλατείας του Μάη» («Madres de Plaza de Mayo») και  «Γιαγιάδες της Πλατείας του Μάη» («Abuelas de Plaza de Mayo»). Αψηφώντας την τρομοκρατία στα χρόνια του «βρώμικου πολέμου» οι γυναίκες αυτές, μητέρες και γιαγιάδες των «αγνοουμένων» («desaparecidos»), συγκεντρώνονταν στη διάσημη πλατεία του Μπουένος Άιρες από το 1977 επί σχεδόν 30 χρόνια, ζητώντας να μάθουν τι απέγιναν τα αγνοούμενα μέλη των οικογενειών τους. Από το 1982, μετά την πτώση της χούντας, όταν πια έγινε φανερό ότι σχεδόν όλοι οι «αγνοούμενοι» ήταν νεκροί, σκοπός των «μητέρων» και των «γιαγιάδων» ήταν να βρεθούν τα παιδιά που είχαν «χαθεί» και να έρθουν σε επαφή με τις βιολογικές οικογένειές τους. Μέχρι σήμερα, μετά από επίπονες έρευνες έχουν ταυτοποιηθεί περισσότερα από 100 παιδιά «εξαφανισμένων».

Ο Φερέ δημιουργεί μία σύνθετη αφήγηση με καταιγιστικούς ρυθμούς, παρασύρει τους  αναγνώστες του σε τόπους άγνωστους και επικίνδυνους και τους κάνει να «συμμετέχουν» στις περιπέτειες  των κεντρικών χαρακτήρων, τους οποίους περιγράφει με ιδιαίτερη δύναμη.

Χρησιμοποιώντας προσωπικές ιστορίες, τις συνδέει με το συλλογικό, συνυφαίνει με αριστοτεχνικό τρόπο το παρελθόν της Αργεντινής με τις συνέπειες που έχει στο παρόν και πετυχαίνει να δείξει πως μετά από δεκαετίες οι διώξεις των γηγενών, η ιστορία της χούντας και των «αγνοουμένων» σημαδεύουν τη σημερινή πραγματικότητα της χώρας.

Ασχολείται όχι μόνο με τα θύματα της δικτατορίας, αλλά και με κοινωνικές ομάδες που συχνά μένουν σιωπηλές στο περιθώριο, όπως οι ιθαγενείς της Αργεντινής, οι πόρνες και οι τραβεστί.

Τονίζει ότι για να γράψει τα μυθιστορήματά του, μελετά την ιστορία της χώρας όπου τοποθετείται η αφήγηση και προσπαθεί να έρθει σε επαφή με ανθρώπους από τις ομάδες στις οποίες αναφέρεται[2]. Για τα βιβλία του επιλέγει χώρες «που η ιστορία τους τις βαραίνει. Ο καθείς και οι εμμονές του, και οι δικές μου εμμονές είναι ο καθημερινός φασισμός και η σχέση του με τον νεοφιλελευθερισμό»[3].

Ο Φερέ, μέσα από το αστυνομικό μυθιστόρημα, γίνεται «μάρτυρας των κολάσεων αυτού του κόσμου» και «προσπαθεί να δώσει τον λόγο κυρίως στα θύματα, ή σ’ αυτούς που δεν τον έχουν» (βλ. Σημ. 2).

Μαπούτσε…ένα συγκλονιστικό, βαθύτατα πολιτικό, αστυνομικό θρίλερ.

[1] Οι «αγνοούμενοι» υπολογίζονται από τις αρχές της Αργεντινής σε 10.000, αλλά πολλές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκτιμούν ότι ο αριθμός τους φθάνει τις 30.000.  https://madresdemayo.wordpress.com/the-dirty-war/

[2] to periodiko 21-5-2013

[3] Οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Ο ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ

kokkinolaimis

Ο Κοκκινολαίμης (Rødstrupe) του  Jo Nesbø (μτφ. Χ. Γιαννακόπουλος), Μεταίχμιο 2013

Ο Κοκκινολαίμης είναι το τρίτο βιβλίο του Γιού Νέσμπε με κεντρικό χαρακτήρα τον επιθεωρητή Χάρι Χόλε, τον πιο διάσημο ήρωα της σύγχρονης σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας μετά τον Κουρτ Βαλάντερ του Χένινγκ Μανκέλ.

Κατά την επίσκεψη του Προέδρου των ΗΠΑ στη Νορβηγία το 1999, ο Χάρι πυροβολεί από παρεξήγηση έναν πράκτορα της Μυστικής Υπηρεσίας και για να καλυφθεί πολιτικά το δυσάρεστο γεγονός, μετατίθεται στη νορβηγική Ασφάλεια, σε δουλειά γραφείου. Ενώ ασχολείται με την υπόθεση λαθραίας εισαγωγής ενός πανάκριβου όπλου που χρησιμοποιείται από ελεύθερους σκοπευτές, ένας μέθυσος, βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, βρίσκεται δολοφονημένος κοντά σε ένα μπαρ που συχνάζουν νεοναζί.

Τα δύο γεγονότα συνδέονται μεταξύ τους και μαζί με άλλους φόνους συνθέτουν ένα πολύπλοκο παζλ, που για να το λύσει ο Χάρι πρέπει να ερευνήσει τις σχέσεις των νεοναζί με τους Νορβηγούς εθελοντές στον γερμανικό στρατό κατά τον Πόλεμο και να κατανοήσει τη στενή σχέση μεταξύ της βίας του παρελθόντος και του παρόντος. Καθώς η πλοκή εξελίσσεται, ο Χόλε έρχεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τον εμμονικό δολοφόνο και με βίαιες συμμορίες νεοναζί, αλλά και με τη διαφθορά αξιωματούχων της Αστυνομίας, και γνωρίζει τη Ρακέλ, τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, της οποίας ο πατέρας μπορεί να συνδέεται με την υπόθεση.

Η πρόθεση του Νέσμπε να ασχοληθεί με την ιστορία της χώρας του κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο γίνεται φανερή με τις συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν. Για να καταδείξει τα κίνητρα του δολοφόνου, μεταφέρει την πλοκή από το Όσλο στα τέλη του 20ου αιώνα στην πολιορκία του Λένινγκραντ το 1942 και δίνει βάρος στην αφήγηση των γεγονότων από τη μεριά των Νορβηγών εθελοντών. Περιγράφει ζωντανά τις προσωπικές τους ιστορίες, τους λόγους που τους ώθησαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Γερμανών (σ. 78, 79), και δεν διστάζει να δώσει την ανθρώπινη πλευρά του αγώνα τους για επιβίωση.

Στην υπόθεση εντάσσονται σημαντικά, γνωστά ή λιγότερο γνωστά στους αναγνώστες, ιστορικά γεγονότα.

Μετά την εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας στη Νορβηγία (9 Απριλίου 1940) και τις μάχες που διήρκεσαν σχεδόν ένα μήνα, ο βασιλιάς και η πολιτική ηγεσία κατέφυγαν στη Αγγλία, όπου σχημάτισαν εξόριστη κυβέρνηση. Στη Νορβηγία, ο Βίντκουντ Κουίσλινγκ (Vidkun Quisling), ιδρυτής και αρχηγός του ναζιστικού κόμματος «Εθνική Ενότητα» («Nasjonal Samling») ανέλαβε επικεφαλής κυβέρνησης δωσίλογων.

Κατά τη διάρκεια του Πολέμου κατατάχθηκαν ως εθελοντές στον γερμανικό στρατό και στα Βάφεν Ες Ες περίπου 15.000[1] Νορβηγοί, από τους οποίους 6.000-7.000 πολέμησαν στην πρώτη γραμμή. Στα τέλη Ιουνίου του 1941 δημιουργήθηκε η «Νορβηγική Λεγεώνα» («Den Norske Legion»), η οποία μετά την εκπαίδευση στη Γερμανία στάλθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο και πήρε μέρος στην πολιορκία του Λένινγκραντ με τη γερμανική «Βόρεια Στρατιά». Η πολιορκία ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1941 και έληξε –μετά από φονικές μάχες και εκατομμύρια νεκρούς, αγνοούμενους και τραυματίες- τον Ιανουάριο του 1944 με τη νίκη των Σοβιετικών. Η «Νορβηγική Λεγεώνα» με περίπου 1,200 άνδρες έφθασε στην περιοχή του Λένιγκραντ τον Φεβρουάριο του 1942, αποσύρθηκε στα μετόπισθεν μετά από τρεις μήνες και επέστρεψε τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, για να παραμείνει μέχρι την άνοιξη του 1943.

Μετά τον Πόλεμο, περίπου 20.000 συνεργάτες των Ναζί συνελήφθησαν στη Νορβηγία, πολλοί απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες, λίγοι καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές και ακόμη λιγότεροι εκτελέσθηκαν. Οι επιζήσαντες εθελοντές στον γερμανικό στρατό παραπέμφθηκαν σε δίκες και καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης, συνήθως όχι μεγαλύτερες των τριών χρόνων. Τα παιδιά των οποίων οι γονείς είχαν καταδικαστεί ως μέλη του Ναζιστικού Κόμματος αντιμετώπισαν προβλήματα λόγω της στάσης των γονέων τους, και κατά τη δεκαετία του 1990 απαίτησαν αποζημιώσεις και απολογίες από τις επίσημες αρχές για τις ταλαιπωρίες που υπέστησαν.

Το Ο Κοκκινολαίμης ασχολείται με τις «σκοτεινές» πλευρές της ιστορίας της Νορβηγίας κατά τον Πόλεμο. Ο Νέσμπε ασκεί κριτική στη μονομέρεια της επίσημης ιστορίας που εξυμνεί τις ηρωικές πράξεις των Νορβηγών αγνοώντας τη συνεργασία ατόμων, φορέων και μεγάλων επιχειρήσεων με τους Ναζί, και καταρρίπτει τον μύθο της καθολικής αντίστασης στους κατακτητές, τον «μύθο ενός νορβηγικού πληθυσμού που πολεμούσε ενωμένος εναντίον του ναζισμού» (σ. 553).

Πρέπει να σημειωθεί το ιδιαίτερο, προσωπικό ενδιαφέρον του Νέσμπε για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, αφού πριν γνωριστούν οι γονείς του, ο πατέρας του είχε πολεμήσει ως εθελοντής με τον γερμανικό στρατό στο ανατολικό μέτωπο, ενώ η μητέρα του ήταν στην Αντίσταση. Σε συνέντευξή του[2] ο συγγραφέας αποκαλύπτει το σοκ του όταν έμαθε, σε ηλικία 16 χρόνων, την αλήθεια από τον πατέρα του.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «Αυτό ήταν το τρίτο βιβλίο μου, και αν η συγγραφή των δύο πρώτων έμοιαζε με το να τραγουδάς σόλο με τη συνοδεία μιας κιθάρας, η συγγραφή του Ο Κοκκινολαίμης μπορεί να συγκριθεί με το να διευθύνεις μια ορχήστρα […] Ο πατέρας μου πέθανε εβδομήντα δύο χρόνων. Μόλις είχε βγει στη σύνταξη και πάντα σχεδίαζε να γράψει ένα μυθιστόρημα για τις εμπειρίες του στο ανατολικό μέτωπο. Κατά κάποιον τρόπο, έγραψα το βιβλίο του πατέρα μου. Είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα και ο σκοπός του είναι η διασκέδαση, αλλά ελπίζω να είναι φανερό το πάθος μου γι’ αυτή την ιστορία. Χρησιμοποίησα τις εμπειρίες των γονιών μου από τον πόλεμο και τις συνδύασα με τη δική μου έρευνα για τις εμπειρίες των στρατιωτών στο ανατολικό μέτωπο. Όταν τελείωσα το βιβλίο, ήξερα πως αν οι κριτικοί το έθαβαν ή αν ήταν εμπορική αποτυχία θα παρατούσα το γράψιμο. Πολύ απλά, το Ο Κοκκινολαίμης ήταν ό,τι καλύτερο είχα να δώσω» (βλ. Σημ. 2).

Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, χαρακτηριστικό δείγμα της σύγχρονης σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας, από τα καλύτερα του Νέσμπε.

[1] http://www.nuav.net/volunter.html. Ο αριθμός των εθελοντών αυξάνεται κατά πολύ, αν υπολογιστούν όσοι υπηρέτησαν στο ναυτικό, την αεροπορία και σε βοηθητικές υπηρεσίες των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.

[2] «Jo Nesbø on The Redbreast–Guardian book club», στο https://www.theguardian.com/books/2014/may/02/jo-nesbo-the-redbreast-guardian-book-club